Συρακούσες
Οι Συρακούσες (αρχαία
ελληνικά: Συρακοῦσαι, λατινικά: Syracusae, ιταλικά: Siracusa) είναι πόλη της Ιταλίας στη νοτιοανατολική ακτή της Σικελίας με πληθυσμό περίπου 125.000 κατοίκους.
Ιδρύθηκε από τους αρχαίους Έλληνες το 734 ή το 733 π.Χ. και συγκεκριμένα από Κορίνθιους και Τενεάτες αποίκους. Ήταν η σημαντικότερη πόλη της Μεγάλης
Ελλάδας και μια από τις
σπουδαιότερες αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στον Πελοποννησιακό
πόλεμο (Σικελική
εκστρατεία 415-413 π.Χ.) απέκρουσαν επίθεση των Αθηναίων. Στη συνέχεια εξελίχθηκε σε μια από τις
ακμαιότερες, πλουσιότερες και δυνατότερες ελληνικές πόλεις της Σικελίας μέχρι
την υποδούλωσή της στους Ρωμαίους το 212 π.Χ. Ο Κικέρωνας την αποκάλεσε «ωραιότατη και
καταστόλιστη πόλη». Τα εντυπωσιακά ερείπια του κέντρου της αρχαίας πόλης,
μαζί με την προϊστορική βραχώδη νεκρόπολη της Παντάλικα, που βρίσκεται μερικά χιλιόμετρα δυτικά
της πόλης, αποτελούν μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.
Περιτριγυρισμένες από ισχυρότατα
τείχη που είχαν μήκος 28 χλμ., οι Συρακούσες στολίζονταν από θαυμάσια ανάκτορα,
όπως αυτό του Ιέρωνα, περίφημους ναούς της Αρτέμιδας και της Αθηνάς, από την κρήνη Αρέθουσα και το περίφημο θέατρο των Συρακουσών,
αριστούργημα αρχιτεκτονικής και ακουστικής. Τα νομίσματά της, που σώθηκαν,
είναι αληθινά καλλιτεχνήματα.
Οι Συρακούσες ιδρύθηκαν το 734 ή 733 π.Χ. από τους Κορίνθιους αποίκους με οικιστή τον Αρχία. Η πόλη αρχικά χτίστηκε στο νησί Ορτυγία, στη θέση εγκατάστασης γηγενών Σικελών,
τους οποίους εξεδίωξαν οι Έλληνες, και στη συνέχεια επεκτάθηκε στην απέναντι
ακτή.[1] Τον επόμενο αιώνα η πόλη αναπτύχθηκε ιδρύοντας
αρκετές αποικίες στην νοτιοανατολική Σικελία, όπως οι Άκραι, ο Έλωρος και η Καμάρινα. Στα χρόνια αυτά που συνοδεύτηκαν με
μεγάλη οικονομική ακμή των Συρακουσών, η πόλη ταράχτηκε από σφοδρές διαμάχες
ανάμεσα στους ευγενείς και τους υποδουλωμένους ντόπιους.
Το 485 π.Χ. ο Γέλων ο τύραννος της Γέλας κατέλαβε τις Συρακούσες και ανέλαβε την εξουσία
σ’ αυτές. Στη θέση του, ως τύραννο της Γέλας άφησε τον αδελφό του Ιέρωνα. Ο Γέλων είχε ήδη παντρευτεί την
Δαμαρήτη, κόρη του Θήρωνα, τυράννου
του Ακράγαντα. Με την κίνηση αυτή εξασφάλισε την
συμμαχία της άλλης ισχυρής ελληνικής πόλης της Σικελίας. Με τη δραστηριότητα που ανέπτυξε
κατάφερε να δημιουργήσει συνασπισμό πόλεων ο οποίος περιλάμβανε τις τρεις
ισχυρότερες πόλεις της νοτιοδυτικής Σικελίας, τις Συρακούσες, τη Γέλα και τον Ακράγαντα. Ο ισχυρός αυτός συνασπισμός οδηγήθηκε
τελικά σε σύγκρουση με τους Καρχηδόνιους. Η καθοριστική σύγκρουση έγινε απέναντι
από τα τείχη της Ιμέρας, πόλης της βόρειας Σικελίας, το 480 π.Χ.. Στη μάχη
της Ιμέρας οι δυνάμεις των
Συρακουσίων και των Ακραγαντίνων νίκησαν τους Καρχηδόνιους, αναστέλλοντας τα
σχέδια των τελευταίων για κατάληψη του νησιού για περίπου έναν αιώνα.
Ο Γέλων πέθανε το 478 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Ιέρων[2] ο οποίος ισχυροποίησε ακόμα περισσότερο το κράτος
των Συρακουσών. Συμμαχώντας με την πόλη Κύμη νίκησε τους Τυρρηνούς πειρατές στη ναυμαχία της Κύμης το 474 π.Χ.
Ο Ιέρων πέθανε το 467 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Θρασύβουλος. Ο Θρασύβουλος δεν είχε τις ικανότητες των προκατόχων του και καθαιρέθηκε με επανάσταση έναν χρόνο μετά.[3] Μετά την πτώση της τυραννίας, κυριάρχησε στην πόλη η δημοκρατική παράταξη. Μεταξύ του 458 και 452 π.Χ. οι γηγενείς κάτοικοι της Σικελίας, οι Σικελοί δημιούργησαν ισχυρό κράτος στο εσωτερικό του νησιού και κυρίευσαν ορισμένες ελληνικές (Μοργαντίνη) και καρχηδονιακές πόλεις των παραλίων. Οι Συρακούσες κατάφεραν να διαλύσουν τον στρατό των Σικελών και να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στις περιοχές τους. Το 445 π.Χ. οι Συρακούσιοι κατέλαβαν και τον Ακράγαντα αποκτώντας τον έλεγχο μεγάλου μέρους του νησιού. Πολλές σικελικές πόλεις, δυσαρεστημένες από την ηγεμονία των Συρακουσών, σύναψαν συμμαχία με την Αθήνα. Η Αθήνα αναμίχθηκε στα γεγονότα της Σικελίας το 427 π.Χ στέλνοντας μικρή δύναμη να βοηθήσει το Ρήγιο και τους Λεοντίνους που απειλούνταν από τις Συρακούσες. Το 416 π.Χ., με αφορμή την βοήθεια που ζήτησε η πόλη Έγεστα για να προστατευτεί από τις επιθέσεις του γειτονικού Σελινούντος, οργανώθηκε από την Αθήνα η μεγάλη Σικελική εκστρατεία. Οι Αθηναίοι πολιόρκησαν τις Συρακούσες, όμως μετά την παρέμβαση των Σπαρτιατών οι Αθηναίοι ηττήθηκαν και 7.000 από αυτούς και τους συμμάχους τους αιχμαλωτίστηκαν, τελειώνοντας τις μέρες τους στα λατομεία των Συρακουσών.
Ο Ιέρων πέθανε το 467 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο αδελφός του Θρασύβουλος. Ο Θρασύβουλος δεν είχε τις ικανότητες των προκατόχων του και καθαιρέθηκε με επανάσταση έναν χρόνο μετά.[3] Μετά την πτώση της τυραννίας, κυριάρχησε στην πόλη η δημοκρατική παράταξη. Μεταξύ του 458 και 452 π.Χ. οι γηγενείς κάτοικοι της Σικελίας, οι Σικελοί δημιούργησαν ισχυρό κράτος στο εσωτερικό του νησιού και κυρίευσαν ορισμένες ελληνικές (Μοργαντίνη) και καρχηδονιακές πόλεις των παραλίων. Οι Συρακούσες κατάφεραν να διαλύσουν τον στρατό των Σικελών και να επιβάλλουν την κυριαρχία τους στις περιοχές τους. Το 445 π.Χ. οι Συρακούσιοι κατέλαβαν και τον Ακράγαντα αποκτώντας τον έλεγχο μεγάλου μέρους του νησιού. Πολλές σικελικές πόλεις, δυσαρεστημένες από την ηγεμονία των Συρακουσών, σύναψαν συμμαχία με την Αθήνα. Η Αθήνα αναμίχθηκε στα γεγονότα της Σικελίας το 427 π.Χ στέλνοντας μικρή δύναμη να βοηθήσει το Ρήγιο και τους Λεοντίνους που απειλούνταν από τις Συρακούσες. Το 416 π.Χ., με αφορμή την βοήθεια που ζήτησε η πόλη Έγεστα για να προστατευτεί από τις επιθέσεις του γειτονικού Σελινούντος, οργανώθηκε από την Αθήνα η μεγάλη Σικελική εκστρατεία. Οι Αθηναίοι πολιόρκησαν τις Συρακούσες, όμως μετά την παρέμβαση των Σπαρτιατών οι Αθηναίοι ηττήθηκαν και 7.000 από αυτούς και τους συμμάχους τους αιχμαλωτίστηκαν, τελειώνοντας τις μέρες τους στα λατομεία των Συρακουσών.
Η Έγεστα, μετά την αποτυχία των
Αθηναίων να της προσφέρουν βοήθεια, στράφηκε στους Καρχηδόνιους. Αυτοί ανταποκρίθηκαν στέλνοντας μεγάλο
στρατό υπό τον στρατηγό Αννίβα, το 409
π.Χ., ο οποίος κατέλαβε και κατέστρεψε τον Σελινούντα, την Ιμέρα, τον Ακράγαντα, τη Γέλα και την Καμάρινα.
Οι Συρακούσιοι, μπροστά στον
κίνδυνο, εξέλεξαν στρατηγό αυτοκράτορα τον Διονύσιο. Αυτός, αποκτώντας τον απόλυτο έλεγχο του
στρατού, κατέλαβε την εξουσία και έγινε τύραννος (406 π.Χ.). Ο Διονύσιος στη
συνέχεια κατέλαβε πόλεις της ανατολικής Σικελίας, καταφέρνοντας να ελέγξει το
μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού τμήματος του νησιού. Στις επιχειρήσεις αυτές
κατέστρεψε ολοσχερώς την Νάξο. Το 398 π.Χ. εξεστράτευσε κατά των
καρχηδονιακών βάσεων της Σικελίας, καταφέρνοντας να καταλάβει τη Μοτύη. Μετά από
αυτές τις εξελίξεις οι Καρχηδόνιοι έστειλαν στρατό στη Σικελία, κατέλαβαν τη Μεσσήνη και στη συνέχεια πολιόρκησαν τις ίδιες
τις Συρακούσες.
Οι Συρακούσιοι, ενισχυόμενοι με
τριάντα πλοία από τους Σπαρτιάτες, απέκρουσαν τους Καρχηδόνιους και τους
νίκησαν στη θάλασσα. Ακολούθησε στην συνέχεια αντεπίθεση των Συρακουσών και
ανάκτηση πολλών περιοχών που είχαν χαθεί στον πρόσφατο πόλεμο. Άλλες δύο
προσπάθειες των Καρχηδονίων να επιβάλουν την κυριαρχία τους στη Σικελία
απέτυχαν και οι Συρακούσες απέκτησαν σταδιακά τον έλεγχο του μεγαλύτερου
τμήματος της Σικελίας. Ο Διονύσιος, ενισχυμένος, επέκτεινε τις στρατιωτικές
του επιχειρήσεις στη νότια Ιταλία, καταλαμβάνοντας την πόλη Καυλωνία και υποτάσσοντας το Ρήγιο. Στη συνέχεια συγκρούστηκε πάλι με τους Καρχηδόνιους και κατάφερε να ανακτήσει τον Σελινούντα.[4]
Ο Διονύσιος πέθανε το 367 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο γιος του Διονύσιος ο Νεότερος. Ο Διονύσιος ο Νεότερος δεν διέθετε τις ικανότητες του πατέρα του με αποτέλεσμα δώδεκα χρόνια μετά να ανατραπεί από τον θείο του, τον στρατηγό Δίωνα και να καταφύγει στους Επιζεφύριους Λοκρούς. Ο Δίων, μαθητής του Πλάτωνα, δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει το πλατωνικό όραμα για το ιδεώδες κράτος και δολοφονήθηκε, έναν χρόνο μετά, από τον Κάλλιππο, άνθρωπο με ύποπτη και σκοτεινή δράση[5]. Αυτός δεν διατηρήθηκε πολύ καιρό στην εξουσία, καθώς δολοφονήθηκε δύο χρόνια μετά, το 353 π.Χ. Ακολούθησε τότε στις Συρακούσες περίοδος αναρχίας που είχε ως αποτέλεσμα, το 346 π.Χ., να ξαναπάρει την εξουσία της πόλης ο Διονύσιος ο Νεότερος. Οι εξόριστοι Συρακούσιοι τότε ζήτησαν από την μητρόπολή τους, την Κόρινθο, να τους βοηθήσει να διώξουν τον τύραννο και η Κόρινθος ανταποκρίθηκε στέλνοντας στρατό με επικεφαλής τον Τιμολέοντα. Πριν οι δυνάμεις του Τιμολέοντος φτάσουν στην Σικελία, ο τύραννος των Λεοντίνων Ικέτας κατέλαβε τις Συρακούσες και περιόρισε τον Διονύσιο στο νησί Ορτυγία. Ο Τιμολέων με τις δυνάμεις του νίκησε τον Ικέτα ενώ κατέλαβε και την Ορτυγία, συλλαμβάνοντας τον Διονύσιο. Στη συνέχεια ανέλαβε την εξουσία της πόλης και άρχισε την ανασυγκρότησή της (343 π.Χ.). Το 339 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι επιχείρησαν πάλι εκστρατεία στην Σικελία. Ο Τιμολέων τους αντιμετώπισε στον Κρίμησο ποταμό και τους νίκησε. Στην συνέχεια στράφηκε κατά κάποιων τυράννων ελληνικών πόλεων, ορισμένοι απ’ τους οποίους είχαν συμμαχήσει με τους Καρχηδόνιους και τους εκτέλεσε ή τους εκθρόνισε. Οι Καρχηδόνιοι, μετά την ήττα και των τελευταίων συμμάχων τους στην Σικελία, αναγκάστηκαν να κλείσουν ειρήνη με τον Τιμολέοντα. Ο Τιμολέων πέθανε το 337 π.Χ. έχοντας πετύχει να απωθήσει τους Καρχηδόνιους και να ισχυροποιήσει τις Συρακούσες.[6]
Το 316 π.Χ. ανέλαβε την εξουσία ο
Αγαθοκλής ο οποίος μετέτρεψε το πολίτευμα σε
τυραννία. Ο Αγαθοκλής απέβλεπε στην δημιουργία ενός ισχυρού κράτους με κέντρο
τις Συρακούσες και σύντομα στράφηκε κατά των Καρχηδονίων που ήταν το ισχυρότερο εμπόδιο στις
φιλοδοξίες του. Αφού απέτυχε να τους νικήσει στην Σικελία αποφάσισε να
μεταφέρει τον πόλεμο στην Αφρική. Συμμάχησε με τον τύραννο της Κυρήνης Οφέλλα και εξεστράτευσε στα εδάφη της
Καρχηδόνας. Αφού κατέλαβε κάποιες πόλεις διέκοψε την εκστρατεία και επέστρεψε
στην Σικελία γιατί ο Οφέλλας σταμάτησε να τον στηρίζει και επιπλέον είχε
επαναστατήσει η πόλη του Ακράγαντα στη Σικελία.
Με την επιστροφή του συνέχισε τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Σικελία καταλαμβάνοντας το μεγαλύτερο τμήμα του
νησιού. Στην συνέχεια στράφηκε κατά των Βρεττίων της
Νότιας Ιταλίας προσαρτώντας έναν τμήμα στο κράτος του. Ο Αγαθοκλής πέθανε το
289 π.Χ. έχοντας δημιουργήσει ένα μεγάλο κράτος. Μετά τον θάνατο του Αγαθοκλή
το κράτος των Συρακουσών εξασθένησε και αντιμετώπισε νέες εισβολές των
Καρχηδονίων. Μπροστά στον νέο κίνδυνο οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας κάλεσαν
για βοήθεια τον Πύρρο που εκείνη την περίοδο πραγματοποιούσε
εκστρατεία στην Μεγάλη Ελλάδα.
Ο Πύρρος νίκησε τους Καρχηδόνιους
οι οποίοι είχαν φτάσει πάλι να απειλούν τις Συρακούσες, κατέλαβε την πόλη τους Έρυξ και τους
περιόρισε στην πόλη Λιλύβαιο στα
δυτικά του νησιού. Στην συνέχεια όμως εκδήλωσε ηγεμονικές διαθέσεις με
αποτέλεσμα να στραφούν πολλές σικελικές πόλεις εναντίον του. Μετά τη δημιουργία
εχθρικού κλίματος στην Σικελία εναντίον του, ο Πύρρος αποχώρησε και συνέχισε
τις επιχειρήσεις του στην Ιταλία.
Μετά την αποχώρηση του Πύρρου οι
Συρακούσες πέρασαν σε περίοδο πολιτικής αστάθειας που έληξε το 275 π.Χ. με την
αναρρίχηση στην εξουσία του Ιέρωνος ο οποίος επέβαλλε τυραννικό καθεστώς.[7] Ο Ιέρων αρχικά αντιμετώπισε τους Μαμερτίνους, ομάδα μισθοφόρων από την Καμπανία
(Ιταλίας), οι οποίοι είχαν καταλάβει τη Μεσσήνη και πραγματοποιούσαν επιδρομές στις γύρω
περιοχές. Για να τους αντιμετωπίσει έκλεισε συμμαχία με τους Καρχηδόνιους και
μετά από σειρά επιχειρήσεων κατάφερε να τους περιορίσει. Τότε αυτοί
αναγκάστηκαν να ζητήσουν τη βοήθεια της Ρώμης. Η εμπλοκή της Ρώμης στην Σικελία οδήγησε
στον πρώτο
Καρχηδονιακό πόλεμο. Ο
Ιέρων στο διάστημα αυτό έκλεισε ειρήνη με τη Ρώμη και κατάφερε να διατηρήσει
τις κτήσεις του. Στην συνέχεια συμμάχησε με τη Ρώμη.[8] Ο Ιέρων πέθανε το 215 π.Χ. και αφού ο γιος του και
διάδοχός του, ο Γέλων Β΄, είχε πρόωρα πεθάνει, τον διαδέχτηκε ο νεαρός εγγονός
του ο Ιερώνυμος ο οποίος δολοφονήθηκε ένα χρόνο μετά, από
φιλορωμαϊκή συνωμοσία. Μετά τον θάνατο και του διαδόχου του Ιέρωνα, η στάση της
πόλης έγινε εχθρική προς τη Ρώμη. Οι Ρωμαίοι τότε πολιόρκησαν τις Συρακούσες με
τις λεγεώνες τους, υπό την αρχηγία του υπάτου Μάρκου Κλαυδίου Μαρκέλλου, και
τις κατέλαβαν το 212 π.Χ. μετά από πολιορκία ενός έτους, χάρη στην προδοσία
ενός Ίβηρα μισθοφόρου. Με την κατάληψη της πόλης, σκότωσαν τον μεγάλο
μαθηματικό και μηχανικό της αρχαιότητας Αρχιμήδη, ο οποίος κατασκευάζοντας ειδικές μηχανές
είχε ενισχύσει την άμυνα των Συρακουσών.
Σημαντικοί Συρακούσιοι (8ος - 2ος αι. π.Χ.)
- Φωρμίς (6ος-5ος αι. π.Χ.), κωμωδιογράφος.
- Κόρακας, ρήτορας του 5ου αιώνα π.Χ.
- Τεισίας (5ος αι. π.Χ.), ρήτορας.
- Δεινόλοχος (5ος αι. π.Χ.), κωμωδιογράφος.
- Διοκλής (5ος αι. π.Χ.), νομοθέτης.
- Έκφαντος, πυθαγόρειος φιλόσοφος
- Ικέτας, πυθαγόρειος φιλόσοφος
- Φίλιστος (430-356 π.Χ.), ιστορικός.
- Δίκων (4ος αι. π.Χ.), Ολυμπιονίκης.
- Μενεκράτης ο Συρακούσιιος (4ος αι. π.Χ.), ιατρός.
- Ηρακλείδας (4ος αι. π.Χ.), γαστρονομικός.
- Φιλήμων (361-263 π.Χ.), κωμωδιογράφος.
- Σωσιφάνης (357-313 π.Χ.), τραγωδιογράφος.
- Θεόκριτος (3ος αι. π.Χ.), βουκολικός ποιητής.
- Θεοδωρίδας (δεύτερο μισό του 3ου αι. π.Χ.), ποιητής.
- Αρχιμήδης (287-212 π.Χ.), μαθηματικός και μηχανικός.
- Μόσχος (2ος αι. π.Χ.), βουκολικός ποιητής.
Αρέθουσα (μυθολογία)
Κατά την Ελληνική
Μυθολογία η Αρέθουσα
είναι νύμφη των πηγών και των δασών, συνοδός της Θεάς
Αρτέμιδος, καθώς και θυγατέρα του Νηρέα (εξ ου Νηρηίδα νύμφη)[1] και της Δωρίδας.
Αυτήν αγάπησε ο ποτάμιος θεός Αλφειός, τον οποίο, για να αποφύγει η Αρέθουσα,
διαπέρασε τη μεταξύ Πελοποννήσου και Σικελίας θάλασσα και, φθάνοντας στην παρά τις Συρακούσες νήσο Ορτυγία, μεταμορφώθηκε από την Άρτεμη[2] σε "πηγή" πλούσια σε γάργαρο νερό.
Τότε, ο Αλφειός μεταμορφώθηκε σε ισχυρό υποθαλάσσιο ποταμό (θαλάσσιο
ρεύμα)[3], την ορμητικότητα του οποίου δεν μπόρεσε να
εμποδίσει ούτε ο Αδρίας (Αδριατικό
πέλαγος), ώστε να ενώσει
τα ύδατά του με εκείνα της πηγής της Αρέθουσας.
Αποτελεί αρχαιοελληνική
συνειρμική ιδεατή ανθρωπόμορφη παράδοση της «ένωσης» των γλυκέων υδάτων ποταμών
και πηγών που ρέουν στη θάλασσα (δια της Μεσογείου).
Η πηγή
Αρέθουσα υπάρχει στο νησάκι Ορτυγία κοντά στις Συρακούσες και οι Συρακούσιοι
πίστευαν ότι τα νερά της χύνονται υπογείως στον ποταμό Αλφειό της Πελοποννήσου.
«ΕΥΡΗΚΑ»… ΤΙΣ ΣΥΡΑΚΟΥΣΕΣ!
Συρακούσες. Μύθος και ιστορία ένα γοητευτικό αδιάσπαστο σύνολο, κρατά ζωντανή ανά τους
αιώνες ετούτη την πόλη. Παρόν και παρελθόν
διασταυρώνονται σε ένα κράμα αρχιτεκτονικών ρυθμών και πολιτισμών που μας
συναρπάζουν σε κάθε μας βήμα. Ήταν η μεγαλύτερη ελληνική αποικία στην
αρχαιότητα και η ισχυρότερη ναυτική δύναμη της δυτικής Μεσογείου. Οι
αρχαιολογικοί της χώροι, που αποτελούν πόλο έλξης των τουριστών, μαρτυρούν το
λαμπρό παρελθόν της. Τα περίτεχνα κτίρια με τις μπαρόκ διακοσμήσεις και οι
αριστοτεχνικοί ναοί της συνθέτουν μία πόλη υπαίθριο- μουσείο.
Η σημερινή Συρακούσα είναι χτισμένη δίπλα στη θάλασσα.
Δεξιά και αριστερά βρίσκονται το μικρό και μεγάλο λιμάνι της (Πόρτο Πίκολο,
Πόρτο Γκράντε) και ανάμεσά τους η Ορτυγία. Το νησάκι-στολίδι όπου απλώνεται το
ιστορικό κέντρο της πόλης.
Τη θαύμασε ο Κικέρων και την αποκάλεσε ως «τη μεγίστη και
ωραιότερη ελληνική αποικία». Η αίγλη, η
ευμάρεια και ο πλούτος της προκάλεσαν το φθόνο. Πολλοί λαοί την πολιόρκησαν.
Αντιστάθηκε, νίκησε, αλλά και κατακτήθηκε στο πέρασμα των αιώνων. Άραβες, Νορμανδοί, Ανδεγαυοί, Ρωμαίοι, πέρασαν από εδώ
αφήνοντας πίσω τα ίχνη τους.
Το διαπιστώνουμε σήμερα περπατώντας στις συνοικίες της
Συρακούσας και στους δρόμους της Ορτυγίας.
Είναι η πόλη όπου δίδαξε ο Πλάτων και μεγαλούργησε ο Αισχύλος, η πόλη όπου έζησαν ο Πίνδαρος
και ο Αρχιμήδης. Εδώ ελέχθη το « Εύρηκα» και το «μη μου τους κύκλους τάραττε» από τον Αρχιμήδη. Ο μεγάλος Έλληνας σοφός της αρχαιότητας Αρχιμήδης παρέμεινε
σχεδόν όλη του τη ζωή στις Συρακούσες και θανατώθηκε
από τους Ρωμαίους, όταν κατέκτησαν την πόλη (212 π.Χ.) παρά την διαταγή του
Ρωμαίου στρατηγού Μάρκελου να μην τον πειράξουν.
Άποικοι από την
Κόρινθο το 735 π.χ. ίδρυσαν τις Συρακούσες. Η ονομασία έχει ρίζα φοινικική και
σημαίνει ανατολικός τόπος. Οι άποικοι αρχικά εγκαταστάθηκαν στο νησάκι της
Ορτυγίας. Ύστερα επεκτάθηκαν στην απέναντι στεριά,
δημιουργώντας νέους οικισμούς και αποικίες. Την κλασσική εποχή οι Συρακούσες
αποτελούνταν από πέντε αστικά κέντρα: Την Ορτυγία, την Αρχαδλίνη, την Τύχη, την
Επίπολη και την Νεάπολη.
Ο πολιτισμός της έφθασε σε υψηλά επίπεδα, ιδίως την εποχή
του Ιέρωνα που έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στα γράμματα και τις τέχνες. Μεγάλη πολιτικοστρατιωτική δύναμη στην πόλη προσέθεσε ο αδελφός
του Γέλων, που ήταν ο πρώτος τύραννος των Συρακουσών. Ο Γέλων με τη συμμαχία
του πεθερού του Θήρωνα, τύραννου του Ακράγαντα, συγκρούστηκε με τους
Καρχηδονίους (παραδοσιακούς εχθρούς των Ελλήνων της Σικελίας) στη μάχη της
Ιμέρας πετυχαίνοντας περιφανή νίκη το 480 π.Χ. Την ίδια εποχή οι πόλεις της
μητροπολιτικής Ελλάδας σταματούσαν την περσική διείσδυση (μάχη των Θερμοπυλών,
ναυμαχία της Σαλαμίνας).
Η μεγάλη ναυτική και εμπορική δραστηριότητα των Συρακούσιων έφερε τη σύγκρουση με την Αθήνα που έβλεπε να θίγονται τα δικά της συμφέροντα. Η Σικελική εκστρατεία που
ακολούθησε, αποκρούστηκε από τους Συρακούσιους το 415 π.Χ. Η
Αθήνα υπέστη συντριπτική ήττα που επηρέασε τη
μετέπειτα πορεία της.
Στις σκοτεινές σελίδες της ιστορίας καταγράφεται η
μεταχείριση που επιφύλαξαν οι νικητές στους περίπου 7.000 Αθηναίους
αιχμαλώτους. Τους φυλάκισαν στα λατομεία που βρίσκονται δίπλα από το
ελληνιστικό θέατρο και τους καταδίκασαν σε θάνατο από την
ασιτία, τις αρρώστιες και τις κακουχίες. Όσοι γλύτωσαν πωλήθηκαν ως δούλοι.
Αυτό το ιδιότυπο στρατόπεδο συγκέντρωσης αποτελεί σήμερα μέρος του αρχαιολογικού χώρου στη
συνοικία της Νεάπολης. Το οξύμωρο του πράγματος; Στις πινακίδες του αρχαιολογικού χώρου, παρατηρούμε ό τι
καταγράφεται σαν «λατομείο εν Παραδείσω»!
Το «Αυτί του
Διονύσου»
Οι χιλιάδες τουρίστες που φθάνουν εδώ περιεργάζονται και
φωτογραφίζουν τη μεγαλύτερη σπηλιά του λατομείου, που φέρει την ονομασία «Αυτί
του Διονύσου» και εκπλήσσονται από την
μοναδική ακουστική της. Η ονομασία αποδίδεται στον μεγάλο ζωγράφο Καραβάτζιο
που επισκέφθηκε το 1608 αυτή την τεχνική σπηλιά μήκους 65 μ. ύψους 23 μ. και
πλάτους 5 έως 11 μέτρων και εντυπωσιάστηκε από το σχήμα και τις ακουστικές
δυνατότητές της.
Σε αυτόν αποδίδεται και ο θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο ο
τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος άκουγε από μια αίθουσα της σπηλιάς,
διαμορφωμένη σαν μεγάλο «πέτρινο αυτί» τις συνομιλίες των αιχμαλώτων που ο
ίδιος είχε φυλακίσει σε αυτό το χώρο.
Η σπηλιά των σχοινοποιών, η οποία δεν είναι ανοιχτή στο
κοινό, χρησίμευε στους τεχνίτες της πόλης ως εργαστήριο για την κατασκευή
σχοινιών.
Συνολικά στον αρχαιολογικό χώρο βρίσκονται 9 λατομεία τα
οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με σπηλιές. Τα λατομεία, μέσω υπόγειων στοών,
είχαν έξοδο και προς τη θάλασσα.
Το ελληνικό
θέατρο
Με ανάμικτα συναισθήματα αφήνουμε το «αυτί του Διονύσου».
Στο κέντρο του αρχαιολογικού χώρου, μετά από μία μικρή ανάβαση, βρίσκεται το
κόσμημα της Συρακούσας. Το διάσημο αρχαίο ελληνιστικό θέατρο, ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Σε
αυτό το χώρο 15.000 θεατές χειροκρότησαν για πρώτη φορά τις τραγωδίες του
Αισχύλου. Το θέατρο είναι κατασκευασμένο εξ’ ολοκλήρου στο βράχο με άπλετη θέα
στον αρχαιολογικό χώρο. Αρχικά είχε διάμετρο 138 μέτρων, χωριζόταν σε 9 τομείς
και 67 σειρές κερκίδων. Σήμερα σώζονται οι 46. Στους τοίχους κάτω από το
δεύτερο διάζωμα διακρίνονται ονόματα θεοτήτων και μελών της οικογένειας του
Ιέρωνα Α΄ στους οποίους ήταν αφιερωμένοι οι τομείς του θεάτρου.
Πάνω από το θέατρο βλέπουμε τάφους βυζαντινής εποχής,
δίπλα τους εσοχές με επιγραφές, όπου σκαλίζονταν τα ονόματα των στρατιωτών που
έχαναν τη ζωή τους στη μάχη και ανάμεσα σε αυτά μια μεγάλη τεχνική σπηλιά
αφιερωμένη στις Μούσες. Στη σπηλιά βρίσκεται μια μεγάλη
δεξαμενή που μέσα της χύνονται τα νερά από ένα καταρράκτη.
Αριστερά από την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου έχει
αποκαλυφθεί το ρωμαϊκό αμφιθέατρο και τα ερείπια ενός τεράστιου βωμού του
Ιέρωνα όπου γίνονταν θυσίες στον Ελευθέριο Δία. Λέγεται ότι θυσίαζαν μέχρι και
450 βόδια κάθε φορά!
Ο αρχαιολογικός χώρος καλύπτει μια μεγάλη έκταση με
κήπους και μνημεία, αρκετά από τα οποία δεν είναι προσβάσιμα στο κοινό.
Ορτυγία: Το καμάρι των Συρακουσών
Μια γέφυρα, η γέφυρα Umpertini, συνδέει τη
σημερινή Συρακούσα με το γραφικό νησάκι της
Ορτυγίας. Κάποτε ήταν ένα καλά οχυρωμένο φρούριο με τρεις μεγάλες πύλες. Σήμερα
είναι η καρδιά του ιστορικού κέντρου και το καμάρι των Συρακουσών.
Η περιήγηση στο νησί αποτελεί μια μοναδική εμπειρία.
Πολλές οι μαρτυρίες του παρελθόντος. Φωτίζονται από ένα καθαρό, κρυστάλλινο
ουρανό και καθρεφτίζονται σε μια ήρεμη, γλυκιά θάλασσα. Το Ιόνιο Πέλαγος, που
αγκαλιάζει το νησί του μύθου και της ιστορίας.
Οι πρώτοι άποικοι από την
Κόρινθο που εγκαταστάθηκαν εδώ λάτρευαν την πηγή της Αρέθουσας .
Σύμφωνα με τη μυθολογία οι θεοί για να απαλλάξουν τη
νύμφη Αρέθουσα από την βασανιστική ερωτική καταδίωξη του Αλφειού, μεταμόρφωσαν
τη νύμφη σε πηγή και τον Αλφειό σε ποταμό. Από τότε τα νερά τους ενώνονται
καθώς καταλήγουν στη θάλασσα.
Η πηγή μετατράπηκε το 1843 σε μικρή λίμνη, τη χωρίζει μια
γέφυρα περιπάτου από τη θάλασσα και αποτελεί ένα από τα αξιοθέατα του νησιού.
Στα νερά της βλέπουμε πάπιες και παπύρους, ένα
θαμνώδες φυτό που το συναντάς και στα πάρκα του νησιού. Από την επεξεργασία του
φυτού οι κάτοικοι δημιουργούν περίτεχνα διακοσμητικά αντικείμενα και πίνακες
ζωγραφικής.
Ο
ναός του Απόλλωνα
Διασχίζοντας το ιστορικό κέντρο της Ορτυγίας συναντάμε τα ερείπια του δωρικού ναού του Απόλλωνα, του
αρχαιότερου ναού της Σικελίας. Οικοδομήθηκε τον
7ο αιώνα π.Χ. από τον Κλεομένη προς τιμήν του
αρχηγέτη Απόλλωνα προστάτη των πρώτων αποίκων. Ο ναός
μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία από τους βυζαντινούς, σε τζαμί από τους
Άραβες και σε στρατώνα από τους Ισπανούς, μέχρι που καταστράφηκε από το μεγάλο
σεισμό που έπληξε τις Συρακούσες το 1693.
Στην πλατεία του Αρχιμήδη δεσπόζει η κρήνη της Αρτέμιδος
με τα αγάλματα. Λέγεται πως η Λητώ γέννησε την Αρτέμιδα εδώ, όπου κατέφυγε
κυνηγημένη από τη θεά Ήρα.
Εντυπωσιακά μέγαρα με περίτεχνα μπαλκόνια και προσόψεις
προσδίδουν μια ρομαντική αχλή στην πλατεία.
Ο ναός της Αθηνάς
Η οδός Αθηνάς μας οδηγεί στην Πιάτσα
ντελ Ντουόμο, όπου βρίσκεται ο καθεδρικός ναός
της πόλης.
Επιβλητικός ο ναός της Αθηνάς. Ο όγκος του και η περίτεχνη μπαρόκ πρόσοψη με τα αγάλματα
σε καθηλώνει. Είναι ο μοναδικός ναός που από αρχαίος μετατράπηκε σε καθεδρικό
κι είναι αφιερωμένος στην Παναγία του Πιλάρ.
Χτίστηκε τον 5ο αιώνα π.Χ. μετά από τη νίκη των Συρακούσιων στη μάχη της Ιμέρας
ενάντια στους Καρχηδονίους. Ήταν περίστυλος με
διαστάσεις 22Χ55μ. και με 6Χ14 κίονες ύψους 8,70 μ. Η στέγη ήταν διακοσμημένη από μάρμαρο που είχε έρθει από
τις Κυκλάδες. Στο ανατολικό αέτωμα υψωνόταν μια μεγάλη ασπίδα, ώστε να είναι
ορατή από τα πλοία που έμπαιναν στο λιμάνι της πόλης.
Ο ναός της Αθηνάς μετατράπηκε σε βυζαντινή εκκλησία τον 7ο
αιώνα μ.Χ. και σε τζαμί την εποχή των Αράβων. Παραδόθηκε πάλι στους Χριστιανούς
το 1093 από το Ρογήρο.
Σήμερα σώζονται 12 δωρικοί κίονες, στην αριστερή πλευρά
του ναού, από τους ωραιότερους της μεγάλης Ελλάδας.
Σε περιγραφή του ο Κικέρων αναφέρει ότι
«σε κανένα ναό του κόσμου δεν υπάρχουν τόσο μεγαλειώδεις διακοσμήσεις ελεφαντοστού
και χρυσού».
Δίπλα από τον καθεδρικό βρίσκεται το μέγαρο της
αρχιεπισκοπής, όπου φυλάσσονται χειρόγραφα μεγάλης αξίας, γραμμένα στην
λατινική, αραβική και ελληνική γλώσσα. Εντυπωσιακά κτίρια με μπαρόκ προσόψεις
πλαισιώνουν την κλειστή πλατεία του καθεδρικού ναού. Το δημαρχείο, το παλιό
αρχαιολογικό μουσείο, η εκκλησία της Σάντα Λουτσία, του Αγίου
Σεβαστιανού κ.α.
Περίτεχνες πλούσιες διακοσμήσεις του σικελικού μπαρόκ με
αγάλματα, αετούς, κοχύλια, ροζέτες, λουλούδια φέρουν και οι όψεις των περισσότερων
κτιρίων που ανήκουν σε επιφανείς οικογένειες
της πόλης (παλάτσο Μπόρτζα, παλάτσο Μιλιάτσο κ.α.).
Τελευταίος σταθμός το άκρο του νησιού, όπου δεσπόζει το
κάστρο Μανιάτσε. Χτίστηκε από το Φρειδερίκο Β΄ της Σουηβίας για να
χρησιμοποιηθεί ως οχυρό και έδρα της φρουράς για τον έλεγχο της πόλης. Το
κάστρο γεωμετρικού σχήματος, κοσμείται από μια γοτθική πύλη κι ένα κομψό
τρίλοβο παράθυρο προς τη θάλασσα.
Τα λατομεία των Συρακουσών. Τοπίο ανθρώπινου πόνου και ιστορικής μνήμης.
Τα λατομεία των
Συρακουσών. Τοπίο ανθρώπινου πόνου και ιστορικής μνήμης, για τις συνέπειες της
αλαζονικής συμπεριφοράς μιας "δημοκρατίας" απέναντι σε μια άλλη.
Εισαγωγή
Το καλοκαίρι του 413 π.Χ., στις δημοκρατικές Συρακούσες της Σικελίας, όχι λιγότεροι από 7.000 δημοκράτες Αθηναίοι κρατούνται αιχμάλωτοι μετά την ήττα τους στην μάχη εναντίον των Συρακουσών. Όσοι δεν πέθαναν στην μάχη και όσοι δεν κατάφεραν να ξεφύγουν, κατέληξαν στα λατομεία των Συρακουσών, όπου από την πρώτη μέρα δουλικής εργασίας τους εκεί θεωρούνταν νεκροί τόσο από τους Συρακούσιους όσο και από τους συμπολίτες τους Αθηναίους.
Το παρόν άρθρο, μέσα από ένα επιτόπιο
φωτογραφικό οδοιπορικό στα λατομεία των Συρακουσών, έχει διττό σκοπό. Αφενός την
ανάδειξη της ματαιότητας κάθε επεκτατικής τάσης προερχόμενης από την εκάστοτε
εξουσία, και αφετέρου την με μαθηματική ακρίβεια κατεύθυνση των
συνεπειών σε αυτό που αποκαλούμε απλό λαό και άμαχο πληθυσμό,
χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα όχι κάποια τυραννίδα αλλά την Αθηναϊκή Δημοκρατία
του "Χρυσού Αιώνα" του Περικλή και τον
Περικλή τον ίδιο.
Το ιστορικό πλαίσιο
Το καλοκαίρι του 415 π.Χ. ο Δήμος της Αθήνας αποφάσισε να τερματίσει την εκεχειρία του Πελοποννησιακού Πολέμου με μία πρωτοφανή για τα δεδομένα της εποχής επιχείρηση, την Σικελική Εκστρατεία. Αντικειμενικός σκοπός της εκστρατείας ήταν η κατάληψη των Συρακουσών, μιας πόλης που δεν υπολειπόταν σε πληθυσμό και πλούτο από την Αθήνα και κατόπιν ολόκληρης της Σικελίας. Μια επιχείρηση 1300 χιλιόμετρα μακριά από τη βάση που αν πετύχαινε τον στόχο της θα καθιστούσε την Αθήνα μία μικρή αυτοκρατορία και θα έθετε τις βάσεις για την επικράτηση της Ιωνικής πόλης σε ολόκληρη τη Μεσόγειο!
Μαρμάρινο ψήφισμα του δήμου των Αθηναίων για τη
Σικελική Εκστρατεία, 415/4 π.Χ.
Τόπος Εύρεσης: Αθήνα,
Ακρόπολη | μήκος: 0,30 μ., πλάτος: 0,145 μ., ύψος: 0,20 μ.
Τις πληροφορίες για τον εμφύλιο
πόλεμο μεταξύ των Ελλήνων, την εκστρατεία στην Σικελία και γενικά κάθε πτυχή
του πολέμου την γνωρίζουμε μέσα από το έργο του Θουκυδίδη.
Ο ίδιος είχε διειδεί την αξία του έργου του και είχε καταλάβει το μέγεθος
του επικείμενου πολέμου ήδη κατά την έκρηξή του. Γράφει σχετικά:
«Ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν
μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων
ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. κτῆμά τε ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ
ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκηται» (Ι, 22, 4).
Απόδοση:
«Όσοι δε, θα θελήσουν να
μελετήσουν την καθαρή και
διαρθρωμένη αλήθεια και αυτών
που συνέβησαν [κατά τον πόλεμο αυτό]
και των μελλόντων οποτεδήποτε,
τα οποία θα είναι κατά την ανθρώπινη
φύση πάλι τέτοια και παραπλήσια,
αυτοί θα έχουν επαρκή βάση να
κρίνουν τα γραφόμενά μου
ωφέλιμα. Γιατί αυτά έχουν συνταχθεί να είναι
κτήμα για πάντα μάλλον, παρά
κατόρθωμα της στιγμής».
Ο Θουκυδίδης θεωρεί τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως το μεγαλύτερο
και σημαντικότερο γεγονός της παγκόσμιας πολεμικής ιστορίας μέχρι τότε.
Κατά τον 27ετή αυτόν πόλεμο συνεπλάκησαν η Ηγεμονία των Αθηνών
και η Συμμαχία της Σπάρτης σε έναν διπολικό αγώνα μέχρι τελικής
αποφασιστικής νίκης του ενός μέρους και καθολικής πτώσεως του άλλου. Και
όντως η ιστορία του Ελληνισμού σημαδεύτηκε καθοριστικά από αυτόν και την
έκβασή του.
Για την αιτία του πολέμου ο Θουκυδίδης είναι σαφής
και στην αρχή του έργου. Πολύ συνοπτικά (και κυρίως για την συνέχεια της
ροής) αναφέρουμε τις αιτίες που αναγνώριζαν και τα δυο στρατόπεδα:
1) Τα Κερκυραϊκά, δηλαδή η παρέμβαση της
Αθήνας στην Σφαίρα Επιρροής της Κορίνθου στη Δυτική Ελλάδα και κατά την
εμπορική οδό, σε κομβικό σημείο της οικονομικής αρτηρίας προς Ιταλία και
Δύση (Ι 24-55).
2) Τα Ποτειδαιϊκά, ήτοι η αντίστροφη
στρατηγική ανάμειξη της Κορίνθου στη σφαίρα επιρροής των Αθηνών
(συγκεκριμένα στην Χαλκιδική), στην Αθηναϊκή ηγεμονία, στην «Αρχή», όπου
το ζήτημα περιπλέκεται από το ότι η Ποτείδαια ήταν Κορινθιακή αποικία (Ι
56-61).
3) Οι Αιγινήτες υποστήριζαν ότι δεν είναι
ελεύθεροι όπως θα έπρεπε σύμφωνα με τις Τριακονταετείς Σπονδές,
αλλά ότι η Αθηναϊκή Δύναμη τους περιορίζει ελέγχουσα την οικονομική
δράση σε όλο το Imperium από τον Εύξεινο Πόντο δια του Αιγαίου μέχρι την
Ανατολική Μεσόγειο (Ι, 62, 2).
4) Το Μεγαρικό Ψήφισμα. Οι Αθηναίοι
αποφάσισαν τον οικονομικό αποκλεισμό των Μεγάρων (Δωρικής πόλης) από την
οικονομική σφαίρα του Αθηναϊκού Imperium. Έκλεισαν για τα Μέγαρα τις
αγορές της Ηγεμονίας και αυτής της Αττικής στραγγαλίζοντας οικονομικά
τα Μέγαρα (Ι, 62, 4).
Χάρτης εποχής όπου φαίνονται οι συμμαχίες, ο αυτοπροσδιορισμός
δηλαδή των πόλεων ως φιλοσπαρτιατικές ή φιλοαθηναϊκές και η έναρξη της
καταστρεπτικής διπολικότητας.
Έπειτα από εναλλάξ ανταλλαγή πρεσβειών για
συζητήσεις περί των ανωτέρω, συνέρχεται η Εκκλησία του
Δήμου στην Αθήνα για τις τελικές
αποφάσεις. Διίστανται οι γνώμες μεταξύ φιλοπόλεμων και
φιλειρηνιστών. Οι τελευταίοι ισχυρίζονται ότι δεν άξιζε να γίνει διπολικός
πόλεμος για ένα θέμα απολύτως ήσσονος σημασίας, το Μεγαρικό Ψήφισμα. Αλλά
ο Θουκυδίδης έχει διαγνώσει την ιστορική αλήθεια: το Μεγαρικό Ψήφισμα και
τα άλλα συζητούμενα θέματα είναι αφορμές και προφάσεις. Δεν είναι ο
λόγος και η κρυφή αιτία του πολέμου. Στην Εκκλησία του Δήμου ανέρχεται
στο βήμα ο Περικλής, ο ισχυρότερος πολιτικός άνδρας της Αθήνας τότε,
για τα τελευταία 15 χρόνια ουσιαστικός μόναρχος και εστία
καθολικής επιρροής («λέγειν τε καὶ πράσσειν δυνατώτατος»)
Ο λόγος του Περικλή που ακολουθεί είναι
από την αρχή μέχρι το τέλος μια συνεχή προσπάθεια να πείσει τους Αθηναίους να
ξεκινήσουν πόλεμο, αναλύοντας τα μειονεκτήματα του αντιπάλου
και εξαίροντας τα πλεονεκτήματα των Αθηνών. Πέρα από τα
διπλωματικά επιχειρήματα, η γνώμη του είναι ρητή:
«ταῦτα [η προηγούμενη προτεινόμενη
απάντηση στη Σπάρτη]
γὰρ δίκαια καὶ πρέποντα ἅμα τῇδε τῇ πόλει ἀποκρίνασθαι.
εἰδέναι δὲ χρὴ ὅτι ἀνάγκη πολεμεῖν».
«Η διπλωματική απάντηση τηρεί
το δίκαιο και
ταυτόχρονα αρμόζει στη
Δύναμη της πόλης.
Αλλά να ξέρετε ότι πρέπει να
γίνει πόλεμος».
Και ο Περικλής τελειώνει τον πρώτο καταγεγραμμένο
μνημειώδη λόγο του για τον Πελοποννησιακό πόλεμο με δυο καίριες
παρατηρήσεις στους Αθηναίους προς γνώσιν και συμμόρφωσιν.
Πρώτον. Μέγιστες τιμές αποκτώνται με
μέγιστους κινδύνους από πόλεις και άτομα:
«ἔκ τε τῶν μεγίστων κινδύνων ὅτι καὶ πόλει καὶ ἰδιῴτη μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται».
Δεύτερον. Οι Αθηναίοι
επεκράτησαν της Περσικής Αυτοκρατορίας, έθεσαν τα θεμέλια και μεγέθυναν
την Ηγεμονία τους (την Αρχή) με ισχυρή (αποτελεσματική) γνώση περισσότερο
παρά με τύχη, τόλμη ή υλική δύναμη.
«γνώμῃ τε πλέονι ἢ τύχῃ καὶ τόλμῃ μείζονι ἢ δυνάμει τόν τε βάρβαρον ἀπεώσαντο [οι πρόγονοί μας] καὶ εἰς τάδε [σε αυτήν
την υπεροχή Δυνάμεως] προήγαγον αὐτά».
Οι Αθηναίοι ψήφισαν την πρόταση
του Περικλή,
οι Σπαρτιάτες πρέσβεις έφυγαν και δεν υπήρξε άλλη διπλωματική
επαφή των δυο Υπερδυνάμεων (Ι, 145). Επικράτησε για λίγο στην Ελλάδα
μια συγκεχυμένη κατάσταση «μη πολέμου». Επικοινωνία
ανεπίσημη υπήρχε, καχύποπτη αλλά ακόμη χωρίς την ανάγκη κήρυκος.
«σπονδῶν γὰρ ξύγχυσις τὰ γιγνόμενα ἦν καὶ πρόφασις τοῦ πολεμεῖν» [Ι, 146].
Ο Περικλής αγορεύων στην Πνύκα,
τοιχογραφία στο Maximmileaneum Palace Μονάχου, του
Philipp von Foltz (1860, πηγή)
Ο πόλεμος
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, όπως έμεινε γνωστός ο
πόλεμος που ακολούθησε, ξεκίνησε το 431 π.Χ. και έληξε με
αποφασιστική νίκη των Σπαρτιατών και την ολοκληρωτική καταστροφή των Αθηνων
το 404 π.Χ. Σκοπός μας δεν είναι η εξιστόρηση των γεγονότων για
αυτό και παραθέτουμε τα επόμενα διαγράμματα που συνοψίζουν το μεν πρώτο τις συμμαχίες
το μεν δεύτερο τα πολεμικά γεγονότα:
Τα δυο στρατόπεδα κατά την διάρκεια του
πολέμου. Με μπλε οι σύμμαχοι της Σπάρτης, με κόκκινο της
Αθήνας, με γκρι ουδέτερες ελληνικές περιοχές, με πράσινο οι
"βάρβαροι" και με κίτρινο οι Πέρσες.
Συνοπτικά οι φάσεις και τα γεγονότα του πολέμου
Η Σικελική εκστρατεία
Με το τέλος της πρώτης φάσης του πολέμου αν και η
Αθήνα βρίσκεται αποδεκατισμένη από τον λοιμό και την πολιορκία και ο Περικλής
έχει πεθάνει, καταφέρνει να συνάψει μια ειρήνη, την γνωστή
ως Νικίειος ειρήνη. Θεωρητικά, συμφωνήθηκε να έχει διάρκεια
50 έτη αλλά στην πράξη αποτέλεσε απλώς ένα διάλειμμα στη σύρραξη, με τον
ψυχρό πόλεμο αλλά και τις σποραδικές συγκρούσεις να συνεχίζονται. Διαλύθηκε 6
χρόνια αργότερα, με αφορμή την εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία.
Ωστόσο, η ειρήνη δεν ικανοποιούσε πλήρως τις δύο
πόλεις. Ο Αθηναίος αριστοκράτης Αλκιβιάδης κατάφερε να επικρατήσει στην
πολιτική σκηνή και να εκλεγεί στρατηγός το 417 π.Χ. Ο έλεγχος της
εξωτερικής πολιτικής της Αθήνας παρέμεινε μοιρασμένος μεταξύ του κόμματος της
ειρήνης (αρχηγός ο Νικίας) και του κόμματος του πολέμου (αρχηγός ο
Αλκιβιάδης). Τον χειμώνα του 416-415 π.Χ, οι
Αθηναίοι πείθονται τελικά από τον Αλκιβιάδη και τον κύκλο του
και αποφασίζουν να εκστρατεύσουν εκ νέου στη Σικελία.
Οι Αθηναίοι για αυτή την εκστρατεία, όρισαν ως
στρατηγούς τρεις άνδρες (συνήθως δύο ήταν οι στρατηγοί)
πολύ διαφορετικούς μεταξύ τους. Τον εμπνευστή της επιχείρησης, τον
παράτολμο και δολοπλόκο Αλκιβιάδη, τον αναβλητικό γερασμένο Νικία που
ήταν αντίθετος στην ιδέα της εκστρατείας και τον Λάμαχο, τον μόνο ικανό
στρατιωτικό που όμως δεν διέθετε το πολιτικό κύρος να επιβάλλει τις απόψεις του
στο στράτευμα. Λίγες εβδομάδες μετά την απόβαση και την έναρξη των
στρατιωτικών επιχειρήσεων ανακλήθηκε ο Αλκιβιάδης (που κατέφυγε,
φοβούμενος για τη ζωή του, στη Σπάρτη), ο Λάμαχος πέθανε σε μια από τις
επιδρομές και έτσι επικεφαλής της εκστρατείας ήταν ουσιαστικά ο μεγαλύτερος
πολέμιος της σε πολιτικό επίπεδο, ο Νικίας, με μόνη ενίσχυση αργότερα τις
νέες Αθηναϊκές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Δημοσθένη.
Αντίθετα οι Συρακούσιοι είχαν ως φυσικό ηγέτη τον
στρατηγό Ερμοκράτη, έναν άντρα που παρά το αξίωμα του πολεμούσε δίπλα
στους στρατιώτες του εμπνέοντας τους κάθε στιγμή. Στις στιγμές μεγάλης
απελπισίας των συμπολιτών τους, όρθωνε το ανάστημα του και απέρριπτε κάθε
πρόταση συνθηκολόγησης. Πέραν των προσπαθειών του Αλκιβιάδη να εκδικηθεί
την πατρίδα του, οι άριστες σχέσεις του Ερμοκράτη με τη Σπάρτη συνέβαλαν στην
καθοριστική αποστολή βοήθειας των Λακεδαιμονίων προς τις Συρακούσες στο
τελευταίο μέρος της πολιορκίας.
Πέραν της στρατιωτικής ενδυνάμωσης, οι ενισχύσεις
από την Πελοπόννησο, ανύψωσαν και το ηθικό των Συρακούσιων που ήταν πλέον
βέβαιοι για την νίκη τους και την γρήγορη λύση της πολιορκίας. Τελικά οι
Αθηναίοι απέτυχαν να εκπορθήσουν τις Συρακούσες, αποσύρθηκαν από τις Επιπολές
όπου είχαν την βάση τους και στρατοπέδευσαν στο ακρωτήριο Πλημμύριον
δίπλα στον στόλο. Η πολιορκία λύθηκε, οι Αθηναίοι πλέον πολεμούσαν
για τη ζωή τους. Η μάχη είχε κριθεί.
Χάρτης
των Συρακουσών και των πολεμικών επιχειρήσεων
Στην ναυμαχία εντός του Μεγάλου Λιμανιού των
Συρακουσών, ο Αθηναϊκός στόλος επίσης, υπέστη συντριπτική ήττα κυρίως λόγω της
μη στεγανότητας των τριηρών του (βρισκόταν στο νερό πολλούς συνεχόμενους μήνες
λόγω της αδυναμίας των Αθηναίων να τις προστατέψουν στη στεριά) αλλά και
των παγίδων που είχαν στήσει οι Σικελιώτες ναυτικοί. Οι Ελλαδίτες οπλίτες
παρακολούθησαν με τρόμο αυτή την εξέλιξη καθώς αυτά τα πλοία ήταν η
μοναδική τους σωτηρία.
Η
τελική μάχη έγινε στην θάλασσα με συντριβή των Αθηναίων
Η υποχώρηση τους έγινε άτακτα και ολοκληρώθηκε με
τη μάχη/σφαγή του Ασσίναρου ποταμού. Ο Αθηναϊκός στρατός έπαψε να
υφίσταται, πολλοί σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν.
Στον
Ασσίναρο ποταμό έγινε ουσιαστικά σφαγή και όχι μάχη. (πηγή)
Ο Νικίας και ο Δημοσθένης πιάστηκαν
αιχμάλωτοι και εκτελέστηκαν. Αντίθετα ο Ερμοκράτης έγινε ο ήρωας
σωτήρας των Συρακουσών όπου ακόμη και σήμερα υπάρχει κεντρική οδός στην πόλη
που φέρει το όνομα του.
Η
λεωφόρος Ερμοκράτη (Viale Ermocrate) στην σημερινή πόλη των Συρακουσών
Η ώρα των λατομείων
Γράφει ο Θουκυδίδης:
[87.1] Τοὺς
δ᾽ ἐν ταῖς λιθοτομίαις οἱ Συρακόσιοι χαλεπῶς τοὺς πρώτους χρόνους μετεχείρισαν.
Ἐν γὰρ κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ ὀλίγῳ πολλοὺς οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι τοὐναντίον μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον,
απόδοση:
Τους αιχμαλώτους στα λατομεία τους μεταχειρίστηκαν
στην αρχή εξαιρετικά απάνθρωπα οι Συρακούσιοι. Γιατί καθώς ήτανε σε βαθύ
λάκκο της γης και πολλοί μαζί σε στενό χώρο, τους έψηνε στην αρχή ο ήλιος
και τους βασάνιζε η πνιγερή ζέστη, γιατί δεν είχαν σκεπή για σκιά· και οι
φθινοπωρινές νύχτες που ακολούθησαν ήταν πολύ κρύες, και οι απότομες αυτές
αλλαγές της θερμοκρασίας έφεραν πολλές αρρώστιες·
Η
"γούβα" των λατομείων
87.2] πάντα τε ποιούντων αὐτῶν διὰ στενοχωρίαν ἐν τῷ αὐτῷ καὶ προσέτι τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἐπ᾽ ἀλλήλοις ξυννενημένων, οἳ ἔκ τε τῶν τραυμάτων καὶ διὰ τὴν μεταβολὴν καὶ τὸ τοιοῦτον ἀπέθνῃσκον, καὶ ὀσμαὶ ἦσαν οὐκ ἀνεκτοί, καὶ λιμῷ ἅμα καὶ δίψῃ ἐπιέζοντο (ἐδίδοσαν γὰρ αὐτῶν ἑκάστῳ ἐπὶ ὀκτὼ μῆνας κοτύλην ὕδατος καὶ δύο κοτύλας σίτου), ἄλλα τε ὅσα εἰκὸς ἐν τῷ τοιούτῳ χωρίῳ ἐμπεπτωκότας κακοπαθῆσαι, οὐδὲν ὅτι οὐκ ἐπεγένετο αὐτοῖς·
απόδοση:
κι όλα τους τυραννούσαν από τη στενότητα του
χώρου, όπου τα έκαναν όλα στριμωγμένοι όλοι στο ίδιο μέρος· κι ακόμα χειρότερα
γιατί οι νεκροί στοιβάζονταν ο ένας απάνω στον άλλο κοντά στους ζωντανούς,
όσοι πέθαιναν από τις λαβωματιές τους ή από τις αρρώστιες του καιρού κι άλλους
τέτοιους λόγους, και η βρώμα ήταν ανυπόφορη· εξόν απ’ αυτά τους βασάνιζε η πείνα
και η δίψα (γιατί έδιναν στον καθένα επί οχτώ μήνες ένα κύπελλο νερό
την ημέρα και δυο κύπελλα αλεύρι), κι όλα τ’ άλλα, όσα είναι επόμενο να
υποφέρουν άνθρωποι ριγμένοι σε τέτοιον τόπο, τίποτα δεν έμεινε που να μην το
πάθουν.
Χώματα και πέτρες ποτισμένα με αίμα, πόνο, οργή και
μετάνοια.
Το πάτωμα των λατομείων σήμερα υγρό και λασπώδες
δεν λέει να στεγνώσει...
[87.3] καὶ ἡμέρας μὲν ἑβδομήκοντά τινας
οὕτω διῃτήθησαν ἁθρόοι· ἔπειτα πλὴν Ἀθηναίων καὶ εἴ τινες
Σικελιωτῶν ἢ Ἰταλιωτῶν ξυνεστράτευσαν, τοὺς ἄλλους ἀπέδοντο.
απόδοση:
Και πέρασαν έτσι κάπου εβδομήντα μέρες όλοι μαζί,
έπειτα όμως έκτος από τους Αθηναίους, κι όσους τυχόν Σικελιώτες ή Ιταλιώτες
είχαν πάρει μέρος στην εκστρατεία μαζί τους, όλους τους άλλους τους πούλησαν
για δούλους.
[87.4] Ἐλήφθησαν
δὲ οἱ ξύμπαντες, ἀκριβείᾳ μὲν χαλεπὸν ἐξειπεῖν, ὅμως δὲ οὐκ ἐλάσσους ἑπτακισχιλίων.
απόδοση:
Είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι όλοι μαζί, ακριβώς βέβαια
θα ήταν αδύνατο να το καθορίσει κανείς, οπωσδήποτε όμως όχι λιγότεροι από
εφτά χιλιάδες.
Εδώ που κάποτε υπήρχε μόνο
θάνατος σήμερα υπάρχει μόνο ζωή
[87.5] Ξυνέβη
τε
ἔργον
τοῦτο [Ἑλληνικὸν] τῶν κατὰ τὸν πόλεμον
τόνδε
μέγιστον
γενέσθαι, δοκεῖν δ᾽ ἔμοιγε καὶ ὧν ἀκοῇ Ἑλληνικῶν ἴσμεν, καὶ τοῖς τε κρατήσασι
λαμπρότατον
καὶ τοῖς διαφθαρεῖσι δυστυχέστατον·
απόδοση:
Όλη αυτή η συμφορά ήταν η μεγαλύτερη που
σύντυχε στο διάστημα του πολέμου αυτού, κ’ εγώ τουλάχιστο θαρρώ και σ’ όλες
τις Ελληνικές πολεμικές επιχειρήσεις όσες ξέρομε απ’ ακουστά, και που στάθηκε
τόσο περίδοξη για τους νικητές και τόσο φοβερή γι’ αυτούς που χαλάστηκαν·
[87.6] κατὰ
πάντα γὰρ πάντως νικηθέντες καὶ οὐδὲν ὀλίγον ἐς οὐδὲν κακοπαθήσαντες πανωλεθρίᾳ δὴ τὸ λεγόμενον καὶ πεζὸς καὶ νῆες καὶ οὐδὲν ὅτι οὐκ ἀπώλετο, καὶ ὀλίγοι ἀπὸ πολλῶν ἐπ᾽ οἴκου ἀπενόστησαν. ταῦτα μὲν τὰ περὶ Σικελίαν γενόμενα.
απόδοση:
γιατί νικήθηκαν απ’ όλες τις απόψεις, και
ολοκληρωτικά, και κανένα τους πάθημα δεν ήτανε σχετικό και μικρό. Και
χάθηκαν όλα σε μια, κατά πώς λένε, πανωλεθρία, και το πεζικό και ο στόλος και δεν
έμεινε τίποτα που να μην καταστράφηκε, και πολύ λίγοι από τους πολλούς που
ξεκίνησαν κατάφεραν να γυρίσουνε στην πατρίδα. Αυτά λοιπόν ήταν όσα έγιναν στη
Σικελική εκστρατεία.
Η είσοδος της κολάσεως τότε...
...η είσοδος του παραδείσου σήμερα...
Επίλογος
Αν και τα αποτελέσματα ενός πολέμου είναι πιο
εμφανή από τις αιτίες του, σε ένα βάθος χρόνου μπορούμε να βγάλουμε ασφαλή
συμπεράσματα για τις παραμέτρους που οδηγούν ομάδες ανθρώπων σε
πόλεμο. Μπορούμε πλέον σήμερα να κρίνουμε τις πραγματικές αιτίες του πολέμου
(και ίσως κάθε πολέμου). Την τάση της εξουσίας για περισσότερη εξουσία, την
τάση του ανθρώπου που επιθυμεί να εξουσιάσει, για περισσότερη εκμετάλλευση του
άλλου ανθρώπου, ειδικά του διαφορετικού με κάθε δυνατή αντιστοιχία, στα
αρρωστημένα μυαλά των ανθρώπων που γεύονται και ολοκληρώνονται μέσα από θέσεις
εξουσίας.
Η επιβίωση της εξουσίας στηρίζεται στη δύναμη
κι όχι στην άποψη. Επομένως αρέσκεται να χρησιμοποιεί τη μέθοδο επιβολής
δια της ισχύος και όχι δια της πειθούς. Ακόμα και σε δημοκρατικά πολιτεύματα
η δύναμη της πειθούς δεν έχει να κάνει τόσο με την δύναμη
των επιχειρημάτων όσο με την δύναμη των μικροσυμφερόντων και των
προσωπικών επιδιώξεων. Στηρίζεται κατά συνέπεια σε μια εικόνα
που καλλιεργεί και αναπτύσσει ο έχων την εξουσία για ένα ή και περισσότερα
ζητήματα, η οποία συνήθως είναι μια πλάνη, η οποία υποκρύπτει μια τάση
για μεγαλύτερη ισχύ και καταξίωση αδιαφορώντας, αδιανόητα τις περισσότερες
φορές για τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς του.
Βασικό του εργαλείο είναι ο εντυπωσιασμός και
η δημιουργία ελπίδας, συνήθως με λαϊκισμούς, κάτι το οποίο
φαίνεται να δουλεύει διαχρονικά μιας και ανέκαθεν υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι
που είτε από άγνοια είτε από ίδια μικροσυμφέροντα τον αποδέχονται
και τον σιγοντάρουν.
Το κρίμα λοιπόν είναι πως τέτοιοι άνθρωποι
συμπαρασύρουν μαζί τους, στην τρελή και αδιέξοδη πορεία τους και άλλους, τους
λεγόμενους απλούς πολίτες σε περίοδο ειρήνης ή άμαχο
πληθυσμό σε περίοδο πολέμου.
Είναι στο χέρι μας, για να μην πω στο μυαλό μας,
να χρησιμοποιήσουμε τα εργαλεία επικοινωνίας και διαβούλευσης υπό
τον όρο της καλυτέρευσης της ζωής όλων μας ανεξαιρέτως και ταυτοχρόνως,
με την αναγκαία και παράλληλη αποδέσμευση μας
από καταπιεστικά, εκμεταλλευτικά, ενοχικά και
ψευτοηθικολογικά διλήμματα.
Ναός του Απόλλωνα στην Ορτυγία
Ο Ναός του Απόλλωνα στην Ορτυγία είναι αρχαίος Ελληνικός ναός στις Συρακούσες της Σικελίας. Βρίσκεται κτισμένος στην είσοδο της αρχαίας πόλης Ορτυγία.
Ιστορική αναδρομή
Η κατασκευή του ανάγεται στο 570 π.Χ. περίπου. Είναι ο αρχαιότερος γνωστός ναός μεγάλου μεγέθους στη Σικελία. Συγκαταλέγεται στους αρχαιότερους μεγάλους δωρικούς περίπτερους ναούς της Μεγάλης Ελλάδας και σύγχρονος των ναών της Κέρκυρας. Το κρηπίδωμα της εισόδου ανακατασκευάστηκε στους μεταγενέστερους χρόνους, και από μια κολυμπήθρα που βρίσκεται υποθέτουμε ότι στα χρόνια του Βυζαντίου είχε μετατραπεί σε χριστιανική εκκλησία. Αργότερα μετατράπηκε σε τζαμί από τους Άραβες, και ξανά έγινε χριστιανική εκκλησία του Αγίου Σαλβατόρε. Αργότερα ερήμωσε και κατέπεσε η οροφή και όλο το κτίριο, ενώ τα υλικά της λεηλατήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν για άλλα κτίρια. Σήμερα σώζεται μόνη η μυτερή αψίδα της εισόδου και μερικά ερείπια. Ανακαλύφθηκε το 1860 και ανασκάφτηκε από αρχαιολόγους το 1939 ως το 1942.
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Ο ναός είχε αρχικά μήμος 58,10 μ και πλάτος 24,50 μέτρα. Είχε έξι κίονες στις μικρές πλευρές και 17 κίονες στις μεγάλες. Ο σηκός είναι μεγάλος και διαιρείται σε τρία κλίτη από δύο κιονοστοιχίες. Οι κίονες της περίστασης είναι μονολιθικοί και είναι στημένοι σε μικρές αποστάσεις ο ένας από τον άλλο. Έχουν ρηχά αυλάκια, ενώ τους λείπει η χαρακτηριστική ένταση. Ήταν διακοσμημένοι και πολύχρωμα ψηφιδωτά, από τα οποία σώζονται μικρά ευρήματα που φιλοξενούνται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πάολο Όρσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου