ΣΕΛΙΝΟΥΣ (SELINUNTE)
Την επόμενη μέρα φτάνουμε στο Σ ε λ ι ν ο ύ ν
τ α. Ιδρύθηκε το 629 π.χ. στο έσχατο δυτικό άκρο της νότιας παραλίας της
Σικελίας, κοντά στην εκβολή του ομώνυμου ποταμού, που της πρόσφερε και το όνομά
της, από αποίκους Μεγαρείς προερχόμενους από τα Υ β λ α ί α Μ έ γ α ρ α. Η
αποικία κτίστηκε σε τόπο γεμάτο έλη, γιατί οι Μεγαρείς ήταν πεπειραμένοι στα
αποξηραντικά έργα και μετέτρεψαν γρήγορα τον τόπο σε ευφορότατη περιοχή. Τον
πλούτο του Σελινούντα μαρτυρούν, ακόμη και σήμερα, τα κολοσσιαία ερείπια των
γιγαντιαίων και επιβλητικότατων ναών του για τις γραμμές των οποίων ο Ρενάρ
έγραψε πως φτάνουν στη τελειότητα. Κυριότεροι είναι οι απίστευτου μεγέθους ν α
ό ς του Α π ό λ λ ω ν α και ο μικρότερος αλλά καλύτερα διατηρούμενος ν α ό ς
της Ή ρ α ς μεγέθους περίπου του Παρθενώνα αλλά με χονδρότερους κίονες. Δίπλα
τους βρίσκονται τα ερείπια και τρίτου επιβλητικού ναού. Οι αρχαιολόγοι έχουν
ονομάσει τους τρεις ναούς με τα γράμματα Ε F, & C.
Οι πελώριοι ναοί του Σελινούντα (ένας από αυτούς έχει μήκος 110 μ. και πλάτος 50 μ). μας θυμίζουν τη σημαντική πρόοδο της αρχιτεκτονικής στις ελληνικές αποικίες της Μ. Ελλάδας. Οι ναοί παρουσιάζουν όμως διαφορές από εκείνους της μητροπολιτικής Ελλάδας. Η γλυπτική τους διακόσμηση είναι πτωχότερη στα αετώματα. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη του μαρμάρου. Ο ναός όμως δεν έπαυε να είναι εντυπωσιακός, με την πλούσια χρωματισμένη πήλινη διακόσμηση, στα άλλα του μέρη ιδίως. Ωστόσο η επιβλητικότητα του μεγέθους της δυτικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. μας δείχνει πως οι Έλληνες της Μ. Ελλάδας, με τον πλούτο που απέκτησαν, σύντομα απομακρύνθηκαν από την αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας, που χαρακτήριζε την αρχιτεκτονική στην κυρίως Ελλάδα. Μεταξύ των παραδοξοτήτων που έχουν ακουστεί σήμερα είναι πως η κατασκευή ναών κολοσσιαίου μεγέθους στην Ιταλία από τους Έλληνες αποίκους αποτελεί προσαρμογή (!) της ελληνικής αρχιτεκτονικής στο περιβάλλον της Σικελίας, όπου οι πεδιάδες είναι μεγάλες. Αλλά παρόμοια μπορούν να γράφουν μόνο εκείνοι, που δεν έχουν επισκεφθεί καν τη Σικελία(!).
Οι πελώριοι ναοί του Σελινούντα (ένας από αυτούς έχει μήκος 110 μ. και πλάτος 50 μ). μας θυμίζουν τη σημαντική πρόοδο της αρχιτεκτονικής στις ελληνικές αποικίες της Μ. Ελλάδας. Οι ναοί παρουσιάζουν όμως διαφορές από εκείνους της μητροπολιτικής Ελλάδας. Η γλυπτική τους διακόσμηση είναι πτωχότερη στα αετώματα. Αυτό οφείλεται στην έλλειψη του μαρμάρου. Ο ναός όμως δεν έπαυε να είναι εντυπωσιακός, με την πλούσια χρωματισμένη πήλινη διακόσμηση, στα άλλα του μέρη ιδίως. Ωστόσο η επιβλητικότητα του μεγέθους της δυτικής ελληνικής αρχιτεκτονικής. μας δείχνει πως οι Έλληνες της Μ. Ελλάδας, με τον πλούτο που απέκτησαν, σύντομα απομακρύνθηκαν από την αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας, που χαρακτήριζε την αρχιτεκτονική στην κυρίως Ελλάδα. Μεταξύ των παραδοξοτήτων που έχουν ακουστεί σήμερα είναι πως η κατασκευή ναών κολοσσιαίου μεγέθους στην Ιταλία από τους Έλληνες αποίκους αποτελεί προσαρμογή (!) της ελληνικής αρχιτεκτονικής στο περιβάλλον της Σικελίας, όπου οι πεδιάδες είναι μεγάλες. Αλλά παρόμοια μπορούν να γράφουν μόνο εκείνοι, που δεν έχουν επισκεφθεί καν τη Σικελία(!).
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η επίσκεψη
στην Ακρόπολη του Σελινούντα, που έχει επιβλητικές οχυρώσεις του 6ου, του 5ου
και του 4ου αιώνα π.Χ. Μέσα στο χώρο της Ακρόπολης υπάρχει και άλλος αρχαίος
δωρικός ναός, ονομασμένος από τους αρχαιολόγους με το γράμμα C. Ο ναός, κατά παράδοση του Ηρακλή, ανήκει στο μέσο του 6ου αι. π.Χ. Β.Δ.
της Ακρόπολης, δίπλα σε οικήματα και δρόμους των βυζαντινών χρόνων, υπάρχουν τα
ερείπια πανάρχαιου ιερού, αφιερωμένου στις υποχθόνιες θεότητες. Κοντά εκεί
είναι και η νεκρόπολη. Αφιερώματα της Ήρας, της Δήμητρας και της Περσεφόνης και
πολυάριθμα πήλινα αγαλματίδια έχουν βρεθεί και εκεί και στον Ακράγαντα. Γενικά
σ’ ολόκληρη τη Μ. Ελλάδα ήταν πολύ διαδεδομένη η λατρεία αυτών των θεοτήτων.
Πολλά ειδώλια δείχνουν εξαίρετη γνώση της πλαστικής τέχνης. Και μία πληροφορία,
ίσως χρήσιμη, για το Σελινούντα. Στην περιοχή πωλούνται κίβδηλα αγγεία.
φτιαγμένα τόσο αριστοτεχνικά, ώστε δύσκολα ξεχωρίζουν από τα γνήσια.
Μέχρι σήμερα φύονται στις όχθες του Σελινούντα αλλά κι ανάμεσα στα μνημεία του, που και που σέλινα, το φυτό δηλαδή του οποίου το όνομα οι Μεγαρείς άποικοι έδωσαν στον ποταμό και στην αποικία. Η πόλη είχε δύο λιμάνια που έχουν τώρα προσχωθεί.
Μέχρι σήμερα φύονται στις όχθες του Σελινούντα αλλά κι ανάμεσα στα μνημεία του, που και που σέλινα, το φυτό δηλαδή του οποίου το όνομα οι Μεγαρείς άποικοι έδωσαν στον ποταμό και στην αποικία. Η πόλη είχε δύο λιμάνια που έχουν τώρα προσχωθεί.
Ο Σελινούς ευημέρησε στη διάρκεια ιδίως του
6ου αιώνα. Το 409 π.Χ. κυριεύτηκε και καταστράφηκε από τους Καρχηδόνιους. Λίγο
αργότερα ξανακτίστηκε, αλλά ξανακαταστράφηκε οριστικά αυτή τη φορά (Το 250
π.Χ.), οπότε οι Καρχηδόνιοι αιχμαλώτισαν και οδήγησαν τους κατοίκους του στη
Λιβύη.
Περί τα 12 χιλιόμετρα από το Σελινούντα
βρίσκονται επιβλητικά λατομεία, από όπου οι Σελινούντιοι έπαιρναν τους
πελώριους λίθους, με τους οποίους οικοδόμησαν τους ναούς, τα τείχη και τα λοιπά
κτίσματά τους. Η επίσκεψη σ’ αυτά τα λατομεία είναι πολύ ενδιαφέρουσα.
Ο Σελινούντας ήταν αρχαία ελληνική αποικία στη Σικελία. Βρισκόταν στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού και αποτελούσε τη δυτικότερη ελληνική αποικία σε αυτό.
Ο Σελινούντας ήταν αποικία της επίσης σικελικής πόλης Μέγαρα Υβλαία[1]. Η πόλη ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. Η ημερομηνία ίδρυσής της δεν μπορεί να προσδιοριστεί σήμερα με ακρίβεια. Με βάση αναφορά του Θουκυδίδη φαίνεται πως η πόλη ιδρύθηκε το 622 π.Χ. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης τοποθετεί την ίδρυση της πόλης το 650 π.Χ. ενώ ο ιστορικός Ιερώνυμος ακόμα νωρίτερα το 654 π.Χ.[2] Η πόλη, αν και συνόρευε με τις καρχηδονιακές αποικίες, διατηρούσε καλή σχέση με την Καρχηδόνα.
Από τις πληροφορίες που έχουμε για την επικράτεια της πόλης, φαίνεται πως, κατά τη διάρκεια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., γνώριζε ακμή και ευημερία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως, πριν την αποστολή των Αθηναίων στη Σικελία, ο Σελινούντας ήταν ευημερούσα και ισχυρή πόλη που διέθετε συσσωρευμένο πλούτο στους ναούς της. Ο Διόδωρος αναφέρει πως λίγο πριν την τελική επιδρομή των Καρχηδονίων η πόλη διένυε μακρά περίοδο ηρεμίας και ο πληθυσμός της είχε αυξηθεί σημαντικά[3].
Η κύρια αντίπαλος των Σελινουντίων ήταν η σικελική πόλη Έγεστα, η οποία βρισκόταν βορειότερά τους. Οι δύο πόλεις είχαν συγκρουστεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Νέα διαμάχη τους, το 416 π.Χ., αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες της μεγάλης αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία καθώς ο Σελινούντας ζήτησε τη βοήθεια των Συρακουσών με αποτέλεσμα η Έγεστα να απευθυνθεί στους Αθηναίους για βοήθεια. Μετά την πανωλεθρία της αθηναϊκής αποστολής στη Σικελία, η Έγεστα έμεινε απροστάτευτη και αναγκάστηκε να παραχωρήσει στους Σελινουντίους τα εδάφη που ζητούσαν, ώστε να αποφύγει την επέμβαση των Συρακουσών, συμμάχου του Σελινούντα.
Ωστόσο οι Σελινούντιοι, εκμεταλλευόμενοι τη δύσκολη θέση της Έγεστας, αφαίρεσαν κι άλλα εδάφη από αυτήν. Απότέλεσμα ήταν να αναγκαστεί η τελευταία να προσφύγει στους Καρχηδόνιους για βοήθεια (410 π.Χ.). Στη σχετική συζήτηση στη βουλή των Καρχηδονίων, πρωτοστάτησε ο Αννίβας, εγγονός του Αμίλκα ο οποίος είχε ηττηθεί από τους συνασπισμένους Έλληνες στη μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ.. Ο Αννίβας αναφέρεται πως μισούσε τους Έλληνες και ήθελε να εκδικηθεί την ντροπή των προγόνων του. Έτσι έπεισε τους συμπατριώτες του να βοηθήσουν τους Εγεσταίους και να τον διορίσουν αρχηγό της εκστρατείας, σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος. Εξ άλλου, η Καρχηδόνα ήθελε να εκμεταλλευθεί την εξασθένιση των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, λόγω των εσωτερικών τους διενέξεων και του πολέμου με την Αθήνα.[4]
Μετ ά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τους Σελινουντίους, οι Καρχηδόνιοι έστειλαν 5.800 συμμάχους τους, Λίβυες και Καμπανούς, σε βοήθεια των Εγεσταίων οι οποίοι όμως στην αρχή νικήθηκαν. Στη συνέχεια όμως, με μια αιφνιδιαστική επίθεση κατάφεραν να νικήσουν τους Σελινουντίους σε μάχη όπου οι δεύτεροι έχασαν 1.000 άνδρες. Αποτέλεσμα αυτής της μάχης ήταν να προσφύγουν για βοήθεια, ο μεν Σελινούντας στις Συρακούσες και η δε Έγεστα στους Καρχηδονίους. Έτσι ξέσπασε ο Α΄ Καρχηδονιακός πόλεμος μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών.[5]
Το 410 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι προετοίμασαν εντατικά την εκστρατεία, συγκεντρώνοντας ισχυρότατη δύναμη από μισθοφόρους Ίβηρες και Λίβυες αλλά και πολλούς Καρχηδονίους, τους οποίους έθεσαν υπό τον Αννίβα. Το επόμενο έτος επιβίβασαν αυτή τη δύναμη σε στόλο από 60 τριήρεις και 1.500 μεταγωγικά και αποβιβάστηκαν στη Σικελία. στη ναυτική τους βάση Λιλύβαιο. Αυτό συνέβη την άνοιξη του 409 π.Χ. Στο Λιλύβαιο ενώθηκαν μαζί τους οι Εγεσταίοι και άλλοι σύμμαχοι, ανεβάζοντας τις δυνάμεις του Αννίβα σε 100.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Από εκεί κατευθύνθηκαν στον Σελινούντα τον οποίο πολιόρκησαν χρησιμοποιώντας διάφορες πολιορκητικές μηχανές. Εν τω μεταξύ οι Σελινούντιοι είχαν ζητήσει τη βοήθεια των Συρακουσών.[6] Αιχμή της επίθεσης εναντίον των τειχών της πόλης ήταν έξη πανύψηλοι πολιορκητικοί πύργοι εφοδιασμένοι με αντίστοιχο αριθμό κριών. Την επίθεση υποστήριζαν τοξότες και σφενδονήτες που χτυπούσαν τους υπερασπιστές στις επάλξεις. Αρχικά οι έφοδοι αυτές έφεραν σε απόγνωση τους Σελινουντίους, καθώς αυτοί δεν είχαν πείρα από πολιορκίες. Στη συνέχεια αναθάρρησαν, με τη σκέψη ότι σύντομα θα έφτανε η βοήθεια από τις Συρακούσες.[6] Ωστόσο, παρά τη γενναία αντίσταση όλου του πληθυσμού της πόλης (ακόμη και οι γέροι, οι γυναίκες και τα παιδιά συμμετείχαν στον εφοδιασμό των υπερασπιστών με τρόφιμα και βέλη), η παραμέληση των τειχών, ο συνεχής βομβαρδισμός από τους πύργους και η χρήση των κριών έδωσαν τη δυνατότητα στους Καμπανούς μισθοφόρους των Καρχηδονίων να μπουν στην πόλη. Παρόλα αυτά, οι υπερασπιστές κατάφεραν, με συντονισμένη προσπάθεια, να τους εκδιώξουν. Μέσα στην απόγνωσή τους, τη νύχτα, οι Σελινούντιοι έστειλαν ιππείς στον Ακράγαντα, τη Γέλα και τις Συρακούσες, ξαναζητώντας με αγωνία βοήθεια.[7]
Ωστόσο, οι Συρακόσιοι, νομίζοντας πως ο Σελινούντας μπορούσε να υποκύψει μόνο με μακρόχρονη πολιορκία, καθυστέρησαν να καταφθάσουν, προσπαθώντας να συγκεντρώσουν ισχυρές δυνάμεις. Τις επόμενες 9 ημέρες, οι Καρχηδόνιοι και οι σύμμαχοί τους ενέτειναν τις επιθέσεις τους στο ρήγμα που είχε δημιουργηθεί και το οποίο διεύρυναν οι πολιορκητικές μηχανές. Στο τέλος, οι Ίβηρες μισθοφόροι πέτυχαν να μπουν στην πόλη όπου οι πολιορκημένοι προσπάθησαν αν τους αποκρούσουν στήνοντας οδοφράγματα ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έριχναν πέτρες και κεραμίδια από τις στέγες. Με τη δύση του ήλιου σταμάτησε κάθε αντίσταση και ακολούθησε ανελέητη σφαγή των περισσότερων κατοίκων (16.000 νεκροί). Από τους επιζώντες, 5.000 ήταν οι αιχμάλωτοι, οι οποίοι πουλήθηκαν ως δούλοι ενώ 2.600 κατάφεραν να διαφύγουν στον Ακράγαντα. Λίγο αργότερα έφτασε στον Ακράγαντα η βοήθεια από τις Συρακούσες, μόλις 3.000 άνδρες, οι οποίοι το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν ήταν να ζητήσουν από τον Αννίβα να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους. Ο Αννίβας όμως δεν δέχτηκε το αίτημά τους και, αφού κατεδάφισε τα τείχη, επέτρεψε μόνο στους φιλοκαρχηδόνιους κατοίκους να επιστρέψουν, με τον όρο να πληρώνουν φόρο στην Καρχηδόνα.[7] Ωστόσο η πόλη ποτέ δεν ανέκαμψε από αυτή την καταστροφή.
Ο Σελινούντας έμεινε υποτελής στους Καρχηδονίους μέχρι το 383 π.Χ. όταν, με συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Καρχηδονίων και του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου, πέρασε στον έλεγχο των Συρακουσών[8]. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Καρχηδονιακού πολέμου με τους Ρωμαίους, ο Σελινούντας βρέθηκε στην καρδιά των πολεμικών συγκρούσεων στην περιοχή. Λίγο πριν το τέλος του πολέμου οι Καρχηδόνιοι κατέστρεψαν ολοσχερώς την πόλη, ώστε να περιορίσουν τα σημεία που έπρεπε να υπερασπιστούν, και μετέφεραν τους κατοίκους της στο Λιλύβαιο.
Όλοι γνωρίζουν την Πομπηία: Τη ρωμαϊκή πόλη που «πάγωσε στον χρόνο» από την έκρηξη του Βεζουβίου. Ωστόσο, στη Σικελία υπάρχει και άλλη Πομπηία, μια πόλη η οποία επίσης έμεινε σχετικά ανέγγιχτη στον χρόνο, μετά τη σφαγή/ εξανδραποδισμό των κατοίκων της σε επίθεση βορειοαφρικανών επιδρομέων. Και ήταν ελληνική: Ο λόγος για τον Σελινούντα, της αρχαίας «Μεγάλης Ελλάδας».
Όπως αναφέρεται σε εκτενές αφιέρωμα που φιλοξενεί ο Independent, η πόλη δέχτηκε επίθεση κάποια στιγμή κατά τον 5ο π.Χ αιώνα, και η αρχαιολογική έρευνα αποδίδει συνέχεια νέα και πολύτιμα ευρήματα. Όπως και η ρωμαϊκή πόλη, ο Σελινούντας έμεινε σε αξιοσημείωτο βαθμό ανέπαφος, παρά τον χαμό των κατοίκων του.
Αντίθετα με την Πομπηία, η οποία καλύφθηκε απότομα από ηφαιστειακή στάχτη, ο Σελινούντας θάφτηκε σταδιακά, από τόνους γης και άμμου. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές «ζωντανεύουν» ξανά το χρονικό του τέλους της, φέρνοντας στο φως ευρήματα που μπορεί να περιλαμβάνουν ακόμη και πιάτα με μισοφαγωμένα γεύματα, που αφέθηκαν εκεί που ήταν όταν ο όλεθρος χτύπησε την πόλη. Επίσης, έχουν βρεθεί δεκάδες κεραμικά σκεύη τα οποία δεν πέρασαν ποτέ από τη φωτιά- καθώς οι τεχνίτες που τα δούλευαν τα άφησαν εκεί που ήταν ξαφνικά.
Μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, μέσω της χρήσης γεωφυσικών τεχνικών και ανασκαφών έχουν βρεθεί 2.500 σπίτια, οι οδοί, το λιμάνι και η βιομηχανική ζώνη. Όπως υπογραμμίζει ο Independent, πρόκειται για την πρώτη φορά που οι αρχαιολόγοι είναι σε θέση να καταγράψουν πώς ακριβώς μοιάζει μια αρχαία ελληνική πόλη της Κλασικής Εποχής.
Η γνώση που προκύπτει από τις έρευνες στον Σελινούντα αλλάζουν τα δεδομένα όσον αφορά στην κατανόηση της δημογραφικής και οικονομικής πραγματικότητα του αρχαίου κόσμου εν γένει: Πριν τον Σελινούντα, ουδείς ήταν σε θέση να μετρήσει τον ακριβή αριθμό των σπιτιών σε μια πόλη της Κλασικής Εποχής, οπότε και οι εκτιμήσεις γύρω από τους πληθυσμούς ήταν δύσκολες. Επίσης, είναι η πρώτη πόλη στην οποία υπάρχει η δυνατότητα εκτενούς μελέτης μιας βιομηχανικής ζώνης.
«Ο Σελινούντας είναι η μόνη Κλασική ελληνική πόλη όπου ολόκληρη η μητρόπολη έχει διατηρηθεί, κυρίως θαμμένη κάτω από χώμα και άμμο. Οπότε μας δίνει μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψουμε πώς μια αρχαία ελληνική πόλη λειτουργούσε» ανέφερε σχετικά ο καθηγητής Μάρτιν Μπεντς, του Πανεπιστημίου της Βόννης, διευθυντής της κύριας ανασκαφής. Μεταξύ άλλων, έχουν βρεθεί και ναΐσκοι τεχνιτών, αφιερωμένοι στην Αθηνά Εργάνη, καθώς και στην Άρτεμη, τη Δήμητρα και τον Δία.
Όσον αφορά στο τέλος της πόλης, ο Σελινούντας έπαψε πρακτικά να υφίσταται ως μεγάλο αστικό κέντρο μέσα σε διάστημα μικρότερο της μίας ημέρας, όταν Καρχηδόνιοι εισβολείς διέσπασαν τις άμυνες και κατέσφαξαν τους 16.000 Έλληνες κατοίκους και πολεμιστές που την υπερασπίζονταν. Περίπου 5.000 άνδρες έγιναν σκλάβοι, καθώς και χιλιάδες γυναικόπαιδα. Κυριολεκτικά από τη μία ημέρα στην άλλη, ο Σελινούντας μετετράπη σε πόλη-φάντασμα, και απειροελάχιστα ονόματα αυτών που έζησαν σε αυτήν κατά τα 219 χρόνια της ιστορίας της έχουν γίνει γνωστά.
Όπως υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα του Independent, ο Σελινούντας αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο αρχαιολογικό πάρκο στην Ευρώπη, προσελκύοντας έντονο τουριστικό ενδιαφέρον.
Μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του αρχαίου κόσμου, «παγωμένη στον χρόνο» για περίπου 2.500 χρόνια, αποκαλύπτει επιτέλους τα μυστικά της.
Σελινούντας Σικελίας
Ο Σελινούντας ήταν αρχαία ελληνική αποικία στη Σικελία. Βρισκόταν στο νοτιοδυτικό τμήμα του νησιού και αποτελούσε τη δυτικότερη ελληνική αποικία σε αυτό.
Ο Σελινούντας ήταν αποικία της επίσης σικελικής πόλης Μέγαρα Υβλαία[1]. Η πόλη ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του 7ου αιώνα π.Χ. Η ημερομηνία ίδρυσής της δεν μπορεί να προσδιοριστεί σήμερα με ακρίβεια. Με βάση αναφορά του Θουκυδίδη φαίνεται πως η πόλη ιδρύθηκε το 622 π.Χ. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης τοποθετεί την ίδρυση της πόλης το 650 π.Χ. ενώ ο ιστορικός Ιερώνυμος ακόμα νωρίτερα το 654 π.Χ.[2] Η πόλη, αν και συνόρευε με τις καρχηδονιακές αποικίες, διατηρούσε καλή σχέση με την Καρχηδόνα.
Από τις πληροφορίες που έχουμε για την επικράτεια της πόλης, φαίνεται πως, κατά τη διάρκεια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., γνώριζε ακμή και ευημερία. Ο Θουκυδίδης αναφέρει πως, πριν την αποστολή των Αθηναίων στη Σικελία, ο Σελινούντας ήταν ευημερούσα και ισχυρή πόλη που διέθετε συσσωρευμένο πλούτο στους ναούς της. Ο Διόδωρος αναφέρει πως λίγο πριν την τελική επιδρομή των Καρχηδονίων η πόλη διένυε μακρά περίοδο ηρεμίας και ο πληθυσμός της είχε αυξηθεί σημαντικά[3].
Η κύρια αντίπαλος των Σελινουντίων ήταν η σικελική πόλη Έγεστα, η οποία βρισκόταν βορειότερά τους. Οι δύο πόλεις είχαν συγκρουστεί αρκετές φορές στο παρελθόν. Νέα διαμάχη τους, το 416 π.Χ., αποτέλεσε μία από τις βασικές αιτίες της μεγάλης αθηναϊκής εκστρατείας στη Σικελία καθώς ο Σελινούντας ζήτησε τη βοήθεια των Συρακουσών με αποτέλεσμα η Έγεστα να απευθυνθεί στους Αθηναίους για βοήθεια. Μετά την πανωλεθρία της αθηναϊκής αποστολής στη Σικελία, η Έγεστα έμεινε απροστάτευτη και αναγκάστηκε να παραχωρήσει στους Σελινουντίους τα εδάφη που ζητούσαν, ώστε να αποφύγει την επέμβαση των Συρακουσών, συμμάχου του Σελινούντα.
Ωστόσο οι Σελινούντιοι, εκμεταλλευόμενοι τη δύσκολη θέση της Έγεστας, αφαίρεσαν κι άλλα εδάφη από αυτήν. Απότέλεσμα ήταν να αναγκαστεί η τελευταία να προσφύγει στους Καρχηδόνιους για βοήθεια (410 π.Χ.). Στη σχετική συζήτηση στη βουλή των Καρχηδονίων, πρωτοστάτησε ο Αννίβας, εγγονός του Αμίλκα ο οποίος είχε ηττηθεί από τους συνασπισμένους Έλληνες στη μάχη της Ιμέρας το 480 π.Χ.. Ο Αννίβας αναφέρεται πως μισούσε τους Έλληνες και ήθελε να εκδικηθεί την ντροπή των προγόνων του. Έτσι έπεισε τους συμπατριώτες του να βοηθήσουν τους Εγεσταίους και να τον διορίσουν αρχηγό της εκστρατείας, σε περίπτωση που ξεσπούσε πόλεμος. Εξ άλλου, η Καρχηδόνα ήθελε να εκμεταλλευθεί την εξασθένιση των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, λόγω των εσωτερικών τους διενέξεων και του πολέμου με την Αθήνα.[4]
Μετ ά την αποτυχία των διαπραγματεύσεων με τους Σελινουντίους, οι Καρχηδόνιοι έστειλαν 5.800 συμμάχους τους, Λίβυες και Καμπανούς, σε βοήθεια των Εγεσταίων οι οποίοι όμως στην αρχή νικήθηκαν. Στη συνέχεια όμως, με μια αιφνιδιαστική επίθεση κατάφεραν να νικήσουν τους Σελινουντίους σε μάχη όπου οι δεύτεροι έχασαν 1.000 άνδρες. Αποτέλεσμα αυτής της μάχης ήταν να προσφύγουν για βοήθεια, ο μεν Σελινούντας στις Συρακούσες και η δε Έγεστα στους Καρχηδονίους. Έτσι ξέσπασε ο Α΄ Καρχηδονιακός πόλεμος μεταξύ Καρχηδόνας και Συρακουσών.[5]
Το 410 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι προετοίμασαν εντατικά την εκστρατεία, συγκεντρώνοντας ισχυρότατη δύναμη από μισθοφόρους Ίβηρες και Λίβυες αλλά και πολλούς Καρχηδονίους, τους οποίους έθεσαν υπό τον Αννίβα. Το επόμενο έτος επιβίβασαν αυτή τη δύναμη σε στόλο από 60 τριήρεις και 1.500 μεταγωγικά και αποβιβάστηκαν στη Σικελία. στη ναυτική τους βάση Λιλύβαιο. Αυτό συνέβη την άνοιξη του 409 π.Χ. Στο Λιλύβαιο ενώθηκαν μαζί τους οι Εγεσταίοι και άλλοι σύμμαχοι, ανεβάζοντας τις δυνάμεις του Αννίβα σε 100.000 πεζούς και 4.000 ιππείς. Από εκεί κατευθύνθηκαν στον Σελινούντα τον οποίο πολιόρκησαν χρησιμοποιώντας διάφορες πολιορκητικές μηχανές. Εν τω μεταξύ οι Σελινούντιοι είχαν ζητήσει τη βοήθεια των Συρακουσών.[6] Αιχμή της επίθεσης εναντίον των τειχών της πόλης ήταν έξη πανύψηλοι πολιορκητικοί πύργοι εφοδιασμένοι με αντίστοιχο αριθμό κριών. Την επίθεση υποστήριζαν τοξότες και σφενδονήτες που χτυπούσαν τους υπερασπιστές στις επάλξεις. Αρχικά οι έφοδοι αυτές έφεραν σε απόγνωση τους Σελινουντίους, καθώς αυτοί δεν είχαν πείρα από πολιορκίες. Στη συνέχεια αναθάρρησαν, με τη σκέψη ότι σύντομα θα έφτανε η βοήθεια από τις Συρακούσες.[6] Ωστόσο, παρά τη γενναία αντίσταση όλου του πληθυσμού της πόλης (ακόμη και οι γέροι, οι γυναίκες και τα παιδιά συμμετείχαν στον εφοδιασμό των υπερασπιστών με τρόφιμα και βέλη), η παραμέληση των τειχών, ο συνεχής βομβαρδισμός από τους πύργους και η χρήση των κριών έδωσαν τη δυνατότητα στους Καμπανούς μισθοφόρους των Καρχηδονίων να μπουν στην πόλη. Παρόλα αυτά, οι υπερασπιστές κατάφεραν, με συντονισμένη προσπάθεια, να τους εκδιώξουν. Μέσα στην απόγνωσή τους, τη νύχτα, οι Σελινούντιοι έστειλαν ιππείς στον Ακράγαντα, τη Γέλα και τις Συρακούσες, ξαναζητώντας με αγωνία βοήθεια.[7]
Ωστόσο, οι Συρακόσιοι, νομίζοντας πως ο Σελινούντας μπορούσε να υποκύψει μόνο με μακρόχρονη πολιορκία, καθυστέρησαν να καταφθάσουν, προσπαθώντας να συγκεντρώσουν ισχυρές δυνάμεις. Τις επόμενες 9 ημέρες, οι Καρχηδόνιοι και οι σύμμαχοί τους ενέτειναν τις επιθέσεις τους στο ρήγμα που είχε δημιουργηθεί και το οποίο διεύρυναν οι πολιορκητικές μηχανές. Στο τέλος, οι Ίβηρες μισθοφόροι πέτυχαν να μπουν στην πόλη όπου οι πολιορκημένοι προσπάθησαν αν τους αποκρούσουν στήνοντας οδοφράγματα ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά έριχναν πέτρες και κεραμίδια από τις στέγες. Με τη δύση του ήλιου σταμάτησε κάθε αντίσταση και ακολούθησε ανελέητη σφαγή των περισσότερων κατοίκων (16.000 νεκροί). Από τους επιζώντες, 5.000 ήταν οι αιχμάλωτοι, οι οποίοι πουλήθηκαν ως δούλοι ενώ 2.600 κατάφεραν να διαφύγουν στον Ακράγαντα. Λίγο αργότερα έφτασε στον Ακράγαντα η βοήθεια από τις Συρακούσες, μόλις 3.000 άνδρες, οι οποίοι το μόνο που μπόρεσαν να κάνουν ήταν να ζητήσουν από τον Αννίβα να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους. Ο Αννίβας όμως δεν δέχτηκε το αίτημά τους και, αφού κατεδάφισε τα τείχη, επέτρεψε μόνο στους φιλοκαρχηδόνιους κατοίκους να επιστρέψουν, με τον όρο να πληρώνουν φόρο στην Καρχηδόνα.[7] Ωστόσο η πόλη ποτέ δεν ανέκαμψε από αυτή την καταστροφή.
Τα τελευταία χρόνια
Ο Σελινούντας έμεινε υποτελής στους Καρχηδονίους μέχρι το 383 π.Χ. όταν, με συνθήκη ειρήνης μεταξύ των Καρχηδονίων και του τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου, πέρασε στον έλεγχο των Συρακουσών[8]. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Καρχηδονιακού πολέμου με τους Ρωμαίους, ο Σελινούντας βρέθηκε στην καρδιά των πολεμικών συγκρούσεων στην περιοχή. Λίγο πριν το τέλος του πολέμου οι Καρχηδόνιοι κατέστρεψαν ολοσχερώς την πόλη, ώστε να περιορίσουν τα σημεία που έπρεπε να υπερασπιστούν, και μετέφεραν τους κατοίκους της στο Λιλύβαιο.
Η τραγωδία και τα μυστικά της «ελληνικής Πομπηίας» στη Σικελία
Όλοι γνωρίζουν την Πομπηία: Τη ρωμαϊκή πόλη που «πάγωσε στον χρόνο» από την έκρηξη του Βεζουβίου. Ωστόσο, στη Σικελία υπάρχει και άλλη Πομπηία, μια πόλη η οποία επίσης έμεινε σχετικά ανέγγιχτη στον χρόνο, μετά τη σφαγή/ εξανδραποδισμό των κατοίκων της σε επίθεση βορειοαφρικανών επιδρομέων. Και ήταν ελληνική: Ο λόγος για τον Σελινούντα, της αρχαίας «Μεγάλης Ελλάδας».
Όπως αναφέρεται σε εκτενές αφιέρωμα που φιλοξενεί ο Independent, η πόλη δέχτηκε επίθεση κάποια στιγμή κατά τον 5ο π.Χ αιώνα, και η αρχαιολογική έρευνα αποδίδει συνέχεια νέα και πολύτιμα ευρήματα. Όπως και η ρωμαϊκή πόλη, ο Σελινούντας έμεινε σε αξιοσημείωτο βαθμό ανέπαφος, παρά τον χαμό των κατοίκων του.
Αντίθετα με την Πομπηία, η οποία καλύφθηκε απότομα από ηφαιστειακή στάχτη, ο Σελινούντας θάφτηκε σταδιακά, από τόνους γης και άμμου. Οι αρχαιολογικές ανασκαφές «ζωντανεύουν» ξανά το χρονικό του τέλους της, φέρνοντας στο φως ευρήματα που μπορεί να περιλαμβάνουν ακόμη και πιάτα με μισοφαγωμένα γεύματα, που αφέθηκαν εκεί που ήταν όταν ο όλεθρος χτύπησε την πόλη. Επίσης, έχουν βρεθεί δεκάδες κεραμικά σκεύη τα οποία δεν πέρασαν ποτέ από τη φωτιά- καθώς οι τεχνίτες που τα δούλευαν τα άφησαν εκεί που ήταν ξαφνικά.
Μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, μέσω της χρήσης γεωφυσικών τεχνικών και ανασκαφών έχουν βρεθεί 2.500 σπίτια, οι οδοί, το λιμάνι και η βιομηχανική ζώνη. Όπως υπογραμμίζει ο Independent, πρόκειται για την πρώτη φορά που οι αρχαιολόγοι είναι σε θέση να καταγράψουν πώς ακριβώς μοιάζει μια αρχαία ελληνική πόλη της Κλασικής Εποχής.
Η γνώση που προκύπτει από τις έρευνες στον Σελινούντα αλλάζουν τα δεδομένα όσον αφορά στην κατανόηση της δημογραφικής και οικονομικής πραγματικότητα του αρχαίου κόσμου εν γένει: Πριν τον Σελινούντα, ουδείς ήταν σε θέση να μετρήσει τον ακριβή αριθμό των σπιτιών σε μια πόλη της Κλασικής Εποχής, οπότε και οι εκτιμήσεις γύρω από τους πληθυσμούς ήταν δύσκολες. Επίσης, είναι η πρώτη πόλη στην οποία υπάρχει η δυνατότητα εκτενούς μελέτης μιας βιομηχανικής ζώνης.
«Ο Σελινούντας είναι η μόνη Κλασική ελληνική πόλη όπου ολόκληρη η μητρόπολη έχει διατηρηθεί, κυρίως θαμμένη κάτω από χώμα και άμμο. Οπότε μας δίνει μια μοναδική ευκαιρία να ανακαλύψουμε πώς μια αρχαία ελληνική πόλη λειτουργούσε» ανέφερε σχετικά ο καθηγητής Μάρτιν Μπεντς, του Πανεπιστημίου της Βόννης, διευθυντής της κύριας ανασκαφής. Μεταξύ άλλων, έχουν βρεθεί και ναΐσκοι τεχνιτών, αφιερωμένοι στην Αθηνά Εργάνη, καθώς και στην Άρτεμη, τη Δήμητρα και τον Δία.
Όσον αφορά στο τέλος της πόλης, ο Σελινούντας έπαψε πρακτικά να υφίσταται ως μεγάλο αστικό κέντρο μέσα σε διάστημα μικρότερο της μίας ημέρας, όταν Καρχηδόνιοι εισβολείς διέσπασαν τις άμυνες και κατέσφαξαν τους 16.000 Έλληνες κατοίκους και πολεμιστές που την υπερασπίζονταν. Περίπου 5.000 άνδρες έγιναν σκλάβοι, καθώς και χιλιάδες γυναικόπαιδα. Κυριολεκτικά από τη μία ημέρα στην άλλη, ο Σελινούντας μετετράπη σε πόλη-φάντασμα, και απειροελάχιστα ονόματα αυτών που έζησαν σε αυτήν κατά τα 219 χρόνια της ιστορίας της έχουν γίνει γνωστά.
Όπως υπογραμμίζεται στο δημοσίευμα του Independent, ο Σελινούντας αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο αρχαιολογικό πάρκο στην Ευρώπη, προσελκύοντας έντονο τουριστικό ενδιαφέρον.
Σελινούντας: Η «ελληνική Πομπηία» αποκαλύπτει τα μυστικά της
Όλοι οι κάτοικοι του Σελινούντα της Σικελίας σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν ως δούλοι από Καρχηδόνιους εισβολείς στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ.
Μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του αρχαίου κόσμου, «παγωμένη στον χρόνο» για περίπου 2.500 χρόνια, αποκαλύπτει επιτέλους τα μυστικά της.
Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας
Independent, οι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν σταδιακά μία αρχαία ελληνική
πόλη, τον Σελινούντα της Σικελίας, της οποίας οι κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή
αιχμαλωτίστηκαν ως δούλοι από Καρχηδόνιους εισβολείς στα τέλη του 5ου αιώνα
π.Χ.
Όπως μία αρχαία ελληνική Πομπηία, η πόλη διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ανέπαφη, παρά τον τραγικό θάνατο των περισσότερων κατοίκων της.
Όπως μία αρχαία ελληνική Πομπηία, η πόλη διατηρήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της ανέπαφη, παρά τον τραγικό θάνατο των περισσότερων κατοίκων της.
Στην Πομπηία, τόσο τα σπίτια όσο και
άλλου είδους κτίρια καλύφθηκαν σχεδόν στιγμιαία από ηφαιστειακή τέφρα, όμως
στον Σελινούντα «ενταφιάστηκαν» σταδιακά από εκατοντάδες χιλιάδες τόνους
χώματος και άμμου που παρέσυρε ο άνεμος.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα της
βρετανικής εφημερίδας, η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει τώρα την ακριβή
στιγμή που ο Σελινούντας μετατράπηκε από ακμάζουσα αποικία σε «πόλη φάντασμα».
Θαμμένα κάτω από μία γκρεμισμένη οροφή ενός κτιρίου που κάηκε από τους εισβολείς βρέθηκαν από τους αρχαιολόγους τα μισοφαγωμένα απομεινάρια γευμάτων που άφησαν πίσω τους οι ντόπιοι προσπαθώντας να γλιτώσουν τη ζωή τους. Οι επιστήμονες τώρα αναλύουν τα υπολείμματα φαγητού που βρέθηκαν μέσα σε έξι δοχεία γύρω από την εστία του σπιτιού.
Επιπλέον, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν δεκάδες κεραμικά προϊόντα (σκεύη και πλακάκια) που οι τρομοκρατημένοι τεχνίτες την ώρα της επίθεσης προτού προλάβουν καν να τα βάλουν μέσα στην κάμινο.
Θαμμένα κάτω από μία γκρεμισμένη οροφή ενός κτιρίου που κάηκε από τους εισβολείς βρέθηκαν από τους αρχαιολόγους τα μισοφαγωμένα απομεινάρια γευμάτων που άφησαν πίσω τους οι ντόπιοι προσπαθώντας να γλιτώσουν τη ζωή τους. Οι επιστήμονες τώρα αναλύουν τα υπολείμματα φαγητού που βρέθηκαν μέσα σε έξι δοχεία γύρω από την εστία του σπιτιού.
Επιπλέον, οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν δεκάδες κεραμικά προϊόντα (σκεύη και πλακάκια) που οι τρομοκρατημένοι τεχνίτες την ώρα της επίθεσης προτού προλάβουν καν να τα βάλουν μέσα στην κάμινο.
Μέσα στα τελευταία 15 χρόνια, η
αρχαιολογική ομάδα στη Σικελία έχει «εντοπίσει» με γεωφυσικές τεχνικές και τα
2.500 εγκαταλελειμένα σπίτια της αποικίας μαζί με όλους τους δρόμους, το λιμάνι
της και την εμπορική συνοικία. Σύμφωνα με την Independent, πρόκειται για την πρώτη φορά που αρχαιολόγοι κατάφεραν να δημιουργήσουν
ένα τόσο λεπτομερές πλάνο μίας ελληνικής πόλης της κλασσικής περιόδου, αφού στο
παρελθόν εργάζονταν κυρίως συνδυάζοντας αποσπασματικά ευρήματα.
Τα νέα στοιχεία που έρχονται σήμερα
στο φως από το Σελινούντα κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικά, αφού έχουν ήδη αρχίσει
να διευρύνουν την κατανόηση των μελετητών για κάποια σημαντικά δημογραφικά και
οικονομικά στοιχεία του αρχαίου κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου